σκῶλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῶλος''': ὁ, ὡς τὸ [[σκόλοψ]], [[πάσσαλος]] ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», [[ὥστε]] σκ. [[πυρίκαυστος]] Ἰλ. Ν. 564· [[ὡσαύτως]], [[ἄκανθα]], [[κέντρον]] («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13).
|lstext='''σκῶλος''': ὁ, ὡς τὸ [[σκόλοψ]], [[πάσσαλος]] ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», [[ὥστε]] σκ. [[πυρίκαυστος]] Ἰλ. Ν. 564· [[ὡσαύτως]], [[ἄκανθα]], [[κέντρον]] («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, [[ὄλεθρος]], [[ἀπώλεια]], Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pieu, poteau;<br /><b>2</b> épine, piquant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σκόλοψ]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῶλος Medium diacritics: σκῶλος Low diacritics: σκώλος Capitals: ΣΚΩΛΟΣ
Transliteration A: skō̂los Transliteration B: skōlos Transliteration C: skolos Beta Code: skw=los

English (LSJ)

ὁ,= σκόλοψ,

   A pointed stake, ὥς τε σ. πυρίκαυστος Il.13.564: also, thorn, prickle, Ar.Lys.810, Call.Fr.7.1 P.    2 metaph., evil, ruin, LXX 2 Ch.28.23.    3 = δρέπανον, Hsch.
σκῶλος, εος, τό, dub. sens. in BGU40.13 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, wie σκόλοψ, ein Spitzpfahl, πυρίκαυστος, Il. 13, 564. Auch Dorn, Stachel, Ar. Lys. 810.

Greek (Liddell-Scott)

σκῶλος: ὁ, ὡς τὸ σκόλοψ, πάσσαλος ἀπολήγων εἰς ὀξύ, «παλοῦκι», ὥστε σκ. πυρίκαυστος Ἰλ. Ν. 564· ὡσαύτως, ἄκανθα, κέντρον («κεντρί»), «ἀγκάθι», Ἀριστοφ. Λυσ. 810. 2) μεταφορ., κακόν, ὄλεθρος, ἀπώλεια, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΗ΄, 13).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 pieu, poteau;
2 épine, piquant.
Étymologie: cf. σκόλοψ.