συνδιασκοπέω: Difference between revisions
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιασκοπέω''': μέλλ. -σκέψομαι, συνδιασκέπτομαι, [[συνεξετάζω]], τί τινι ἢ μετά τινος Πλάτ. Πρωτ. 349Β, 361D ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. ἐνεστ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 458Β· ― ὁ [[τύπος]] συνδιασκέπτομαι ἀπαντᾷ ἐν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 38. | |lstext='''συνδιασκοπέω''': μέλλ. -σκέψομαι, συνδιασκέπτομαι, [[συνεξετάζω]], τί τινι ἢ μετά τινος Πλάτ. Πρωτ. 349Β, 361D ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. ἐνεστ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 458Β· ― ὁ [[τύπος]] συνδιασκέπτομαι ἀπαντᾷ ἐν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />examiner avec <i>ou</i> ensemble : [[τί]] τινι examiner qch avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διασκοπέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -σκέψομαι J.AJ6.6.2: aor. 1 inf. -σκέψασθαι Pl. Prt.349a:—look through or examine along with, Pl.Prt.l.c., 361d:— so in pres. Med., Id.R.458b.
German (Pape)
[Seite 1008] mit od. zugleich durchschen, betrachten, untersuchen; μετὰ σοῦ ἂν ἥδιστα ταῦτα συνδιασκοποίην, Plat. Prot. 361 d; u. eben so med. praes., Rep. V, 458 b Eryx. 399 e.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιασκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι, συνδιασκέπτομαι, συνεξετάζω, τί τινι ἢ μετά τινος Πλάτ. Πρωτ. 349Β, 361D ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἐνεστ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 458Β· ― ὁ τύπος συνδιασκέπτομαι ἀπαντᾷ ἐν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 38.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
examiner avec ou ensemble : τί τινι examiner qch avec qqn.
Étymologie: σύν, διασκοπέω.