συνεπικρίνω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπικρίνω''': [ῑ], βοηθῶ εἰς τὸ κρίνειν ἢ ἐπικρίνειν τινά, [[ὁμοῦ]] ἐν ταὐτῷ [[κρίνω]], ξυνεπίκρινεν ἡμᾶς, τὰς θεωρίας ἢ τὰ φρονήματα ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 792C. 2) βοηθῶ [[ὅπως]] ἀποφασισθῇ ὑπόθεσίς τις, συναποφασίζω, Πλούτ. 2. 53Β, Λογγῖν. 1. 2. | |lstext='''συνεπικρίνω''': [ῑ], βοηθῶ εἰς τὸ κρίνειν ἢ ἐπικρίνειν τινά, [[ὁμοῦ]] ἐν ταὐτῷ [[κρίνω]], ξυνεπίκρινεν ἡμᾶς, τὰς θεωρίας ἢ τὰ φρονήματα ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 792C. 2) βοηθῶ [[ὅπως]] ἀποφασισθῇ ὑπόθεσίς τις, συναποφασίζω, Πλούτ. 2. 53Β, Λογγῖν. 1. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=aider à décider une question.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπικρίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A help to judge between, ἡμᾶς Pl.Lg.792c. 2 help to decide a matter, Plu.2.53b, Longin.1.2, Plot.2.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικρίνω: [ῑ], βοηθῶ εἰς τὸ κρίνειν ἢ ἐπικρίνειν τινά, ὁμοῦ ἐν ταὐτῷ κρίνω, ξυνεπίκρινεν ἡμᾶς, τὰς θεωρίας ἢ τὰ φρονήματα ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 792C. 2) βοηθῶ ὅπως ἀποφασισθῇ ὑπόθεσίς τις, συναποφασίζω, Πλούτ. 2. 53Β, Λογγῖν. 1. 2.