τεκνοποιέω: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεκνοποιέω''': ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς γυναικός, [[τίκτω]], γεννῶ τέκνα· ἐν τῷ μέσῳ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4 καὶ 5· (ἀλλ’ ὁ Διόδ. ἀνατρέπει τὴν χρῆσιν ταύτην, πρβλ. 1. 73., 4. 29)· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καὶ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, [[παράγω]] τέκνα, «[[κάμνω]] [[παιδιά]]», Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 22 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 1· ― ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ [[ὡσαύτως]], [[κάμνω]] νὰ γεννηθῶσι τέκνα δι’ ἐμέ, Ξεν. Λακ. 1, 7. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 4. | |lstext='''τεκνοποιέω''': ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς γυναικός, [[τίκτω]], γεννῶ τέκνα· ἐν τῷ μέσῳ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4 καὶ 5· (ἀλλ’ ὁ Διόδ. ἀνατρέπει τὴν χρῆσιν ταύτην, πρβλ. 1. 73., 4. 29)· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καὶ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, [[παράγω]] τέκνα, «[[κάμνω]] [[παιδιά]]», Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 22 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 1· ― ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ [[ὡσαύτως]], [[κάμνω]] νὰ γεννηθῶσι τέκνα δι’ ἐμέ, Ξεν. Λακ. 1, 7. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />enfanter;<br /><i><b>Moy.</b></i> τεκνοποιέομαι-οῦμαι engendrer, procréer.<br />'''Étymologie:''' [[τεκνοποιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
in Act., of the woman,
A bear children, in Med., of the man, beget them, cf. X.Mem.2.2.4 and 5; μὴ τεκνοποιεῖσθαι ἐξ ἔλλης γυναικός PEleph.1.9 (iv B.C.) (but D.S. reverses this usage, cf. 1.73, 4.29); Med., of both parents, breed children, X.Mem.4.4.22 sq., Arist.HA585b10; in Med., also, have children begotten for one, X.Lac.1.7, LXX Ge.16.2, 30.3, POxy.465.154 (ii A.D.). II Med., of birds, Arist.HA597a11. III Med., adopt a child, UPZ4.5 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1083] Kinder machen, gebären, med. erzeugen, Xen. Lac. 1, 7 Mem. 2, 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοποιέω: ἐν τῷ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς γυναικός, τίκτω, γεννῶ τέκνα· ἐν τῷ μέσῳ, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4 καὶ 5· (ἀλλ’ ὁ Διόδ. ἀνατρέπει τὴν χρῆσιν ταύτην, πρβλ. 1. 73., 4. 29)· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ καὶ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γονέων, παράγω τέκνα, «κάμνω παιδιά», Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 22 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 1· ― ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως, κάμνω νὰ γεννηθῶσι τέκνα δι’ ἐμέ, Ξεν. Λακ. 1, 7. ΙΙ. ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enfanter;
Moy. τεκνοποιέομαι-οῦμαι engendrer, procréer.
Étymologie: τεκνοποιός.