τρασιά: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰσιά''': ἡ, (ταρσὸς) [[ταρσός]], [[ἤτοι]] [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων ἐφ’ οὗ ἐξήραινον τὰ σῦκα, ἢ [[ἁπλῶς]] ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] τὰ σῦκα ξηραίνονται, Ἀριστοφ. Νεφ. 50, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 135, Αἰλ. περὶ Ζ. 3. 10· ταρσιὰ παρὰ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 35, «[[τρασιά]]· ἡ τῶν σύκων [[ψύκτρα]], παρὰ τὸ τερσαίνειν. [[ἤγουν]] [[τόπος]] [[ἔνθα]] ξηραίνουσιν αὐτὰ» Ἡσύχ., τερσιὰ παρ’ Ἰουλιανῷ. β) «τὸ [[ἄθροισμα]] τῶν σύκων» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 144. 2) = [[ἅλως]], [[ἁλώνιον]], Σοφ. Ἀποσπ. 123· [[ὡσαύτως]], [[τόπος]] ἢ [[πλέγμα]] καλαμῶν πρὸς ξήρανσιν τυρῶν ἢ πλίνθων, Σουΐδ., Γρηγ. Κορίνθου σ. 514. | |lstext='''τρᾰσιά''': ἡ, (ταρσὸς) [[ταρσός]], [[ἤτοι]] [[πλέγμα]] ἐκ καλάμων ἐφ’ οὗ ἐξήραινον τὰ σῦκα, ἢ [[ἁπλῶς]] ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] τὰ σῦκα ξηραίνονται, Ἀριστοφ. Νεφ. 50, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 135, Αἰλ. περὶ Ζ. 3. 10· ταρσιὰ παρὰ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 35, «[[τρασιά]]· ἡ τῶν σύκων [[ψύκτρα]], παρὰ τὸ τερσαίνειν. [[ἤγουν]] [[τόπος]] [[ἔνθα]] ξηραίνουσιν αὐτὰ» Ἡσύχ., τερσιὰ παρ’ Ἰουλιανῷ. β) «τὸ [[ἄθροισμα]] τῶν σύκων» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 144. 2) = [[ἅλως]], [[ἁλώνιον]], Σοφ. Ἀποσπ. 123· [[ὡσαύτως]], [[τόπος]] ἢ [[πλέγμα]] καλαμῶν πρὸς ξήρανσιν τυρῶν ἢ πλίνθων, Σουΐδ., Γρηγ. Κορίνθου σ. 514. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />claie pour sécher les figues.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[ταρσός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (ταρσός)
A hurdle, crate, whereon to dry figs, Eup.451, Ael.NA3.10; ταρσιή (Ion.) in Semon.39; cf. τερσιά. b the dried figs themselves, Ar.Nu.50, Poll.7.144. 2 drying-place, for corn, S.Fr.118; also for cheese, Suid.; or for bricks, kiln, Greg.Cor.p.514 S.
German (Pape)
[Seite 1135] ἡ, Horde, Darre, Flechtwerk, um Früchte, Käse, Feigen (Schol. Ar., Ael. H. A. 3, 10) u. dgl. darauf zu trocknen, VLL.; Soph. braucht es für Tenne, nach Zonar.; Ar. Nubb. 51 vrbdt ὄζων τρυγός, τρασιᾶς, ἐρίων περιουσίας.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰσιά: ἡ, (ταρσὸς) ταρσός, ἤτοι πλέγμα ἐκ καλάμων ἐφ’ οὗ ἐξήραινον τὰ σῦκα, ἢ ἁπλῶς ὁ τόπος ἔνθα τὰ σῦκα ξηραίνονται, Ἀριστοφ. Νεφ. 50, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 135, Αἰλ. περὶ Ζ. 3. 10· ταρσιὰ παρὰ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 35, «τρασιά· ἡ τῶν σύκων ψύκτρα, παρὰ τὸ τερσαίνειν. ἤγουν τόπος ἔνθα ξηραίνουσιν αὐτὰ» Ἡσύχ., τερσιὰ παρ’ Ἰουλιανῷ. β) «τὸ ἄθροισμα τῶν σύκων» Πολυδ. Ζ΄, 144. 2) = ἅλως, ἁλώνιον, Σοφ. Ἀποσπ. 123· ὡσαύτως, τόπος ἢ πλέγμα καλαμῶν πρὸς ξήρανσιν τυρῶν ἢ πλίνθων, Σουΐδ., Γρηγ. Κορίνθου σ. 514.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
claie pour sécher les figues.
Étymologie: DELG v. ταρσός.