ψήφισμα: Difference between revisions
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψήφισμα''': τό, πρότασίς τις ἐπικυρωθεῖσα διὰ τῆς πλειονότητος τῶν [[ψήφων]]· [[μάλιστα]] ἐν Ἀθήναις, [[πρότασις]] ἐπικυρωθεῖσα καὶ νομιμοποιηθεῖσα ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας, [[θέσπισμα]], [[δόγμα]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 601, Ἀριστοφ. Ἀχ. 536, κ. ἀλλ.· μετᾶ γεν. τοῦ προτείναντος, [[πρότασις]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1089, Ἀνδοκ. 4. 38· [[ἀλλά]], τὸ Μεγαρέων ψ., τὸ περὶ αὐτῶν γενόμενον, Θουκ. 1. 140, τοῦτο [[ὅμως]] συνηθέστερον ἐξεφέρετο ἐμπροθέτως [[μετὰ]] τῆς [[περί]]· τὸ περὶ Μ. ψ. [[αὐτόθι]] 139, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2.1, 32· [[ὡσαύτως]], τὸ ψ. τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας Ἀριστοφ. Ἀχ. 537· ψ. μὴ ἐξεῖναι ... Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· ψ. γράφειν, εἰσάγειν πρότασιν πρὸς ἐπικύρωσιν, Λατ. suadere, Ἀριστοφ. Νεφ. 1429, Δημ. 485. 3· ψ. [[ἐπιψηφίζω]] ἐπὶ τῶν προέδρων, θέτω αὐτὸ εἰς ψηφοφορίαν, Αἰσχίν. 39. 16· ψ. [[νικᾶν]], ἐπιτυγχάνειν τῆς ἐπιψηφίσεως [[αὐτοῦ]], Λατ. ferre, ὁ αὐτ. 63. 21· ψ. καθαιρεῖν, καταργεῖν, ἀθετεῖν, Λατ. abrogare, Θουκ. 1. 140· ἐξαλείφειν, ἀφαιρεῖσθαι Ἀνδοκ. 10. 30., 22. 37. - Κυρίως τὸ [[ψήφισμα]] ἀντιτίθεται τὸ μὲν πρὸς τὸ [[προβούλευμα]] ([[ἀπόφασις]] τῆς Βουλῆς), [[ὅπερ]] δὲν ἐγίνετο [[νόμος]] εἰ μὴ ἀφ’ οὗ ἐγίνετο ἀποδεκτὸν διὰ πλειονοψηφίας ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας), τὸ δὲ πρὸς τὸν νόμον (δηλ. θεμελιώδη νόμον τῆς πόλεως), Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 31, πρβλ. Ἠθ. Νικ. 5.10, 7· νόμους καὶ ψηφίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 173D· ὁ Δημ. ὁμιλεῖ περὶ νόμων καθ’ οὓς τὰ ψηφίσματα δεῖ γράφεσθαι 485. 3, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἰσχυρίζεται ὅτι τῶν ψ. οὐδ’ [[ὁτιοῦν]] διαφέρουσιν οἱ νόμοι· ἴδε Arnold. εἰς Θουκ. 3. 36, 37, Herm. Pol. Ant. § 68. 8. Tὸ [[προβούλευμα]] εἶχεν ἰσχὺν μόνον ἐπὶ ἓν [[ἔτος]], τὸ δὲ [[ψήφισμα]] ἠδύνατο νὰ ἀθετηθῇ μόνον δι’ ἑτέρου ψηφίσματος, ἐὰν μή τις προσέβαλλεν αὐτὸ ὡς [[ἐναντίον]] τῶν κειμένων νόμων καὶ ἐνῆγε τὸν προτείναντα ὡς παρανόμως πράξαντα (παρανόμων γράφεσθαι). - Ἀλλ’ αἱ διακρίσεις αὗται δὲν ἐτηροῦντο [[πάντοτε]], ἴδε Schömann. de Comit. σ. 248 κἑξ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἀπόφασις]], [[νόμος]], θεῶν ψ. παλαιὸν Ἐμπεδ. 1, πρβλ. Ἀριστ. Σφ. 378, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 4. | |lstext='''ψήφισμα''': τό, πρότασίς τις ἐπικυρωθεῖσα διὰ τῆς πλειονότητος τῶν [[ψήφων]]· [[μάλιστα]] ἐν Ἀθήναις, [[πρότασις]] ἐπικυρωθεῖσα καὶ νομιμοποιηθεῖσα ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας, [[θέσπισμα]], [[δόγμα]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 601, Ἀριστοφ. Ἀχ. 536, κ. ἀλλ.· μετᾶ γεν. τοῦ προτείναντος, [[πρότασις]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1089, Ἀνδοκ. 4. 38· [[ἀλλά]], τὸ Μεγαρέων ψ., τὸ περὶ αὐτῶν γενόμενον, Θουκ. 1. 140, τοῦτο [[ὅμως]] συνηθέστερον ἐξεφέρετο ἐμπροθέτως [[μετὰ]] τῆς [[περί]]· τὸ περὶ Μ. ψ. [[αὐτόθι]] 139, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2.1, 32· [[ὡσαύτως]], τὸ ψ. τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας Ἀριστοφ. Ἀχ. 537· ψ. μὴ ἐξεῖναι ... Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· ψ. γράφειν, εἰσάγειν πρότασιν πρὸς ἐπικύρωσιν, Λατ. suadere, Ἀριστοφ. Νεφ. 1429, Δημ. 485. 3· ψ. [[ἐπιψηφίζω]] ἐπὶ τῶν προέδρων, θέτω αὐτὸ εἰς ψηφοφορίαν, Αἰσχίν. 39. 16· ψ. [[νικᾶν]], ἐπιτυγχάνειν τῆς ἐπιψηφίσεως [[αὐτοῦ]], Λατ. ferre, ὁ αὐτ. 63. 21· ψ. καθαιρεῖν, καταργεῖν, ἀθετεῖν, Λατ. abrogare, Θουκ. 1. 140· ἐξαλείφειν, ἀφαιρεῖσθαι Ἀνδοκ. 10. 30., 22. 37. - Κυρίως τὸ [[ψήφισμα]] ἀντιτίθεται τὸ μὲν πρὸς τὸ [[προβούλευμα]] ([[ἀπόφασις]] τῆς Βουλῆς), [[ὅπερ]] δὲν ἐγίνετο [[νόμος]] εἰ μὴ ἀφ’ οὗ ἐγίνετο ἀποδεκτὸν διὰ πλειονοψηφίας ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας), τὸ δὲ πρὸς τὸν νόμον (δηλ. θεμελιώδη νόμον τῆς πόλεως), Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 31, πρβλ. Ἠθ. Νικ. 5.10, 7· νόμους καὶ ψηφίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 173D· ὁ Δημ. ὁμιλεῖ περὶ νόμων καθ’ οὓς τὰ ψηφίσματα δεῖ γράφεσθαι 485. 3, [[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἰσχυρίζεται ὅτι τῶν ψ. οὐδ’ [[ὁτιοῦν]] διαφέρουσιν οἱ νόμοι· ἴδε Arnold. εἰς Θουκ. 3. 36, 37, Herm. Pol. Ant. § 68. 8. Tὸ [[προβούλευμα]] εἶχεν ἰσχὺν μόνον ἐπὶ ἓν [[ἔτος]], τὸ δὲ [[ψήφισμα]] ἠδύνατο νὰ ἀθετηθῇ μόνον δι’ ἑτέρου ψηφίσματος, ἐὰν μή τις προσέβαλλεν αὐτὸ ὡς [[ἐναντίον]] τῶν κειμένων νόμων καὶ ἐνῆγε τὸν προτείναντα ὡς παρανόμως πράξαντα (παρανόμων γράφεσθαι). - Ἀλλ’ αἱ διακρίσεις αὗται δὲν ἐτηροῦντο [[πάντοτε]], ἴδε Schömann. de Comit. σ. 248 κἑξ. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἀπόφασις]], [[νόμος]], θεῶν ψ. παλαιὸν Ἐμπεδ. 1, πρβλ. Ἀριστ. Σφ. 378, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> décret <i>litt.</i> la décision votée au moyen de cailloux, <i>particul.</i> décret de l’assemblée du peuple;<br /><b>2</b> décision <i>en gén.</i> : [[θεῶν]] AR arrêts des dieux.<br />'''Étymologie:''' [[ψηφίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, Dor. ψάφιγμα [ψᾱ] Inscr.Cret.1. v 20 A17 (Arcades, ii B.C.); written [ψ] άπιγμα Supp.Epigr.4.171.53 (Tymnus, v/iv B.C.):—
A proposal passed by a majority of votes: esp. measure passed by a popular assembly, decree, act, A. Supp.601 (pl.), Ar.Ach.536, al.: c. gen. suasoris, the decree proposed by him, τὸ Καννωνοῦ ψ. Id.Ec.1090, cf. And.1.27: but τὸ Μεγαρέων ψ. the decree concerning them, Th.1.140 (more freq. τὸ περὶ Μ. ψ. ib. 139, cf. X.HG2.1.32); also τὸ ψ. τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας Ar.Ach. 536; ἐγένετο ψ. μὴ ἐξεῖναι . . X.HG2.2.15; ψ. γράφειν bring in a decree, Ar.Nu.1429; ψ. ἐπιψηφίζειν put it to the vote, Aeschin.2.84; ψ. νικᾶν carry it, Id.3.68; ψ. καθαιρεῖν rescind it, Th.1.140; ἐξαλεῖψαι, ἀφελέσθαι, And.1.76, 2.24: prop. concerned with special circumstances (οὐδὲν ἐνδέχεται ψ. εἶναι καθόλου Arist.Pol.1292a37); opp. νόμος (general law, statute), νόμους καὶ ψηφίσματα Pl.Tht.173d; ὅταν τὰ ψ. κύρια ᾖ ἀλλὰ μὴ ὁ νόμος Arist.Pol.1292a6; περὶ ἐνίων ἀδύνατον θέσθαι νόμον, ὥστε ψηφίσματος δεῖ Id.EN1137b29; ψηφισμάτων οὐδ' ὁτιοῦν διαφέρουσιν οἱ νόμοι, ἀλλὰ νεώτεροι οἱ νόμοι, καθ' οὓς τὰ ψ. δεῖ γράφεσθαι, τῶν ψ. αὐτῶν D.20.92. II generally, decree, law, θεῶν ψ. παλαιόν Emp.115, cf. Ar.V.378 (lyr.), Lexap.And.1.96, LXXEs.3.7, al.
German (Pape)
[Seite 1397] τό, ein nach gehaltener Abstimmung durch Stimmenmehrheit gefaßter Beschluß, bes. ein in der Volksversammlung gefaßter, bestätigter Beschluß, ein Volksbeschluß (im Ggstz von προβούλευμα, Rathsbeschluß, dem noch die Bestätigung des Volkes fehlt), δήμου δέδοκται παντελῆ ψηφίσματα Aesch. Suppl. 596; Ar. Ach. 510 Vesp. 378, oft; ψήφισμα γράφειν, einen Beschluß bei der Volksversammlung in Vorschlag bringen, beantragen, Plat. Theaet. 173 d u. sonst, wie bei Folgdn; νικᾶν, durchsetzen, Aesch. 3, 68; καθαιρεῖν, abrogare, Thuc. 1, 140.
Greek (Liddell-Scott)
ψήφισμα: τό, πρότασίς τις ἐπικυρωθεῖσα διὰ τῆς πλειονότητος τῶν ψήφων· μάλιστα ἐν Ἀθήναις, πρότασις ἐπικυρωθεῖσα καὶ νομιμοποιηθεῖσα ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας, θέσπισμα, δόγμα, Αἰσχύλ. Ἱκ. 601, Ἀριστοφ. Ἀχ. 536, κ. ἀλλ.· μετᾶ γεν. τοῦ προτείναντος, πρότασις αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1089, Ἀνδοκ. 4. 38· ἀλλά, τὸ Μεγαρέων ψ., τὸ περὶ αὐτῶν γενόμενον, Θουκ. 1. 140, τοῦτο ὅμως συνηθέστερον ἐξεφέρετο ἐμπροθέτως μετὰ τῆς περί· τὸ περὶ Μ. ψ. αὐτόθι 139, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2.1, 32· ὡσαύτως, τὸ ψ. τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας Ἀριστοφ. Ἀχ. 537· ψ. μὴ ἐξεῖναι ... Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· ψ. γράφειν, εἰσάγειν πρότασιν πρὸς ἐπικύρωσιν, Λατ. suadere, Ἀριστοφ. Νεφ. 1429, Δημ. 485. 3· ψ. ἐπιψηφίζω ἐπὶ τῶν προέδρων, θέτω αὐτὸ εἰς ψηφοφορίαν, Αἰσχίν. 39. 16· ψ. νικᾶν, ἐπιτυγχάνειν τῆς ἐπιψηφίσεως αὐτοῦ, Λατ. ferre, ὁ αὐτ. 63. 21· ψ. καθαιρεῖν, καταργεῖν, ἀθετεῖν, Λατ. abrogare, Θουκ. 1. 140· ἐξαλείφειν, ἀφαιρεῖσθαι Ἀνδοκ. 10. 30., 22. 37. - Κυρίως τὸ ψήφισμα ἀντιτίθεται τὸ μὲν πρὸς τὸ προβούλευμα (ἀπόφασις τῆς Βουλῆς), ὅπερ δὲν ἐγίνετο νόμος εἰ μὴ ἀφ’ οὗ ἐγίνετο ἀποδεκτὸν διὰ πλειονοψηφίας ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας), τὸ δὲ πρὸς τὸν νόμον (δηλ. θεμελιώδη νόμον τῆς πόλεως), Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 31, πρβλ. Ἠθ. Νικ. 5.10, 7· νόμους καὶ ψηφίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 173D· ὁ Δημ. ὁμιλεῖ περὶ νόμων καθ’ οὓς τὰ ψηφίσματα δεῖ γράφεσθαι 485. 3, ἔνθα ὅμως ἰσχυρίζεται ὅτι τῶν ψ. οὐδ’ ὁτιοῦν διαφέρουσιν οἱ νόμοι· ἴδε Arnold. εἰς Θουκ. 3. 36, 37, Herm. Pol. Ant. § 68. 8. Tὸ προβούλευμα εἶχεν ἰσχὺν μόνον ἐπὶ ἓν ἔτος, τὸ δὲ ψήφισμα ἠδύνατο νὰ ἀθετηθῇ μόνον δι’ ἑτέρου ψηφίσματος, ἐὰν μή τις προσέβαλλεν αὐτὸ ὡς ἐναντίον τῶν κειμένων νόμων καὶ ἐνῆγε τὸν προτείναντα ὡς παρανόμως πράξαντα (παρανόμων γράφεσθαι). - Ἀλλ’ αἱ διακρίσεις αὗται δὲν ἐτηροῦντο πάντοτε, ἴδε Schömann. de Comit. σ. 248 κἑξ. ΙΙ. καθόλου, ἀπόφασις, νόμος, θεῶν ψ. παλαιὸν Ἐμπεδ. 1, πρβλ. Ἀριστ. Σφ. 378, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 décret litt. la décision votée au moyen de cailloux, particul. décret de l’assemblée du peuple;
2 décision en gén. : θεῶν AR arrêts des dieux.
Étymologie: ψηφίζω.