καταμάω: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(6_22) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμάω''': -ῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[συσσωρεύω]], [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], τήν ῥα (δηλ. τήν κόπρον) κυλινδόμενος κατᾰμήσατο χερσὶ ἑῇσιν Ἰλ. Ω. 165˙ τὸν χοῦν καταμήσονται ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἀντὶ κατακοιμήσονται) Φερεκρ. ἐν «Μυρμ.» 6˙ [[μετὰ]] γεν., [[ἐπισωρεύω]] ἐπί τινος, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3˙ «ἐπιβαλών, ἐπικαταχέας» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ Σοφ. ἔχει ἐνεργ., κατ’ αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ [[κοπίς]] ([[οὕτως]] ὁ Jortin ἀντὶ τοῦ [[κόνις]]), κατακόπτει, θερίζει ὡς σῖτον (πρβλ. [[ἀμάω]]), Ἀντ. 601˙ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1187, Ἄρεως ἀμώοντος˙ ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν [[κόνις]], τὸ καταμᾷ [[δέον]] νὰ ἑρμηνευθῇ ἐπικαλύπτει. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε [[ἀμάω]]. | |lstext='''καταμάω''': -ῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[συσσωρεύω]], [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], τήν ῥα (δηλ. τήν κόπρον) κυλινδόμενος κατᾰμήσατο χερσὶ ἑῇσιν Ἰλ. Ω. 165˙ τὸν χοῦν καταμήσονται ([[οὕτως]] ὁ Meineke ἀντὶ κατακοιμήσονται) Φερεκρ. ἐν «Μυρμ.» 6˙ [[μετὰ]] γεν., [[ἐπισωρεύω]] ἐπί τινος, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3˙ «ἐπιβαλών, ἐπικαταχέας» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ Σοφ. ἔχει ἐνεργ., κατ’ αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ [[κοπίς]] ([[οὕτως]] ὁ Jortin ἀντὶ τοῦ [[κόνις]]), κατακόπτει, θερίζει ὡς σῖτον (πρβλ. [[ἀμάω]]), Ἀντ. 601˙ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1187, Ἄρεως ἀμώοντος˙ ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν [[κόνις]], τὸ καταμᾷ [[δέον]] νὰ ἑρμηνευθῇ ἐπικαλύπτει. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε [[ἀμάω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=only aor. [[mid]]. καταμήσατο, had heaped [[upon]] [[himself]], Il. 24.165†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 15 August 2017
English (LSJ)
once in Hom. in Med.,
A scrape up, heap up, τήν ῥα (sc. τὴν κόπρον) κυλινδόμενος καταμήσατο Χερσὶν ἑῇσι Il.24.165; τὸν Χοῦν καταμήσονται (Mein. for κατακοιμήσονται) Pherecr.121: c. gen., heap upon, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν J.BJ2.15.4, v.l. ib.2.21.3. II κατ' αὖ νιν . . νερτέρων ἀμᾷ κοπίς (Jortin for κόνις) cuts it down, reaps it like corn, S.Ant.601 (lyr.); if κόνις is retained, καταμᾷ must be rendered covers over.
German (Pape)
[Seite 1363] zusammenhäufen, -lesen, -sammeln; Hom. im med., τήν (κόπρον) ῥα κυλινδόμενος καταμήσατο χερσὶν ἑῇσιν Il. 24, 165, nach dem Schol. ἐπεσώρευσε; Sp., wie Ios. τῆς κεφαλῆς κόνιν.
Greek (Liddell-Scott)
καταμάω: -ῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, συσσωρεύω, συλλέγω, συναθροίζω, τήν ῥα (δηλ. τήν κόπρον) κυλινδόμενος κατᾰμήσατο χερσὶ ἑῇσιν Ἰλ. Ω. 165˙ τὸν χοῦν καταμήσονται (οὕτως ὁ Meineke ἀντὶ κατακοιμήσονται) Φερεκρ. ἐν «Μυρμ.» 6˙ μετὰ γεν., ἐπισωρεύω ἐπί τινος, καταμώμενοι τῆς κεφαλῆς κόνιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3˙ «ἐπιβαλών, ἐπικαταχέας» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ Σοφ. ἔχει ἐνεργ., κατ’ αὖ νιν… νερτέρων ἀμᾷ κοπίς (οὕτως ὁ Jortin ἀντὶ τοῦ κόνις), κατακόπτει, θερίζει ὡς σῖτον (πρβλ. ἀμάω), Ἀντ. 601˙ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1187, Ἄρεως ἀμώοντος˙ ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν κόνις, τὸ καταμᾷ δέον νὰ ἑρμηνευθῇ ἐπικαλύπτει. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἀμάω.
English (Autenrieth)
only aor. mid. καταμήσατο, had heaped upon himself, Il. 24.165†.