γναμπτός: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> courbé, recourbé;<br /><b>2</b> souple, flexible;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui se laisse fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[γνάμπτω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> courbé, recourbé;<br /><b>2</b> souple, flexible;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> qui se laisse fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[γνάμπτω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[γνάμπτω]]): [[bent]], bending; of the limbs of [[living]] beings, [[supple]], Od. 13.398; met., [[νόημα]], ‘[[placable]],’ Il. 24.41. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A curved, bent, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.369; μετὰ γναμπτῇ σι γένυσσιν Il.11.416; πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας 18.401; ὄνυχες γ. Hes.Op.204; γ. δρόμοι, of the diaulos, Pi.I.1.57; γ. χαλινούς, Hsch. 2 supple, pliant, of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead), ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Il.11.669, 24.359, Od.11.394, etc. 3 metaph., pliable, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.24.41.
Greek (Liddell-Scott)
γναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, καμπύλος, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 369· μετὰ γναμπτῆσι γένυσσιν Ἰλ. Λ. 416· πόρπας τε γναμπτὰς θ’ ἕλικας Σ. 401· ὄνυχες γν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 203· γν. δρόμοι, ἐπὶ τοῦ διαύλου, Πίνδ. 1. 1. 82. 2) εὔκαμπτος, ζωηρός, ἐπὶ τῶν μελῶν τῶν ζώντων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄκαμπτα καὶ ἀκίνητα τῶν νεκρῶν πτωμάτων, ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Ἰλ. Λ. 669., Ω. 359, Ὀδ. Λ. 393, κτλ. 3) μεταφ., εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ καμφθῇ οὔτε νόημα γναμπτὸς ἐνὶ στήθεσσι (ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 41.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 courbé, recourbé;
2 souple, flexible;
3 fig. qui se laisse fléchir.
Étymologie: γνάμπτω.
English (Autenrieth)
(γνάμπτω): bent, bending; of the limbs of living beings, supple, Od. 13.398; met., νόημα, ‘placable,’ Il. 24.41.