σκόλοψ: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> pieu ; palissade;<br /><b>2</b> pieu sur lequel on fiche une tête;<br /><b>3</b> pal;<br /><b>4</b> pointe d’hameçon.<br />'''Étymologie:''' probabl. apparenté à [[κόλος]], [[κολούω]], <i>litt.</i> tronc d’arbre coupé. | |btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> pieu ; palissade;<br /><b>2</b> pieu sur lequel on fiche une tête;<br /><b>3</b> pal;<br /><b>4</b> pointe d’hameçon.<br />'''Étymologie:''' probabl. apparenté à [[κόλος]], [[κολούω]], <i>litt.</i> tronc d’arbre coupé. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=οπος: [[stake]] [[for]] impaling, palisades, Il. 15.344. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:27, 15 August 2017
English (LSJ)
οπος, ὁ,
A anything pointed: esp. pale, stake, κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι Il.18.177; for impaling, E.IT1430, El.898; ἐπὶ σκόλοψι ἀναρτᾶσθαι D.S.33.15: pl. σκόλοπες, palisade, τείχεα . . σκολόπεσσιν ἀρηρότα Od.7.45; freq. in Il., ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν 7.441; διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν 8.343, cf. 12.63, 15.344; σκόλοπας περὶ τὸ ἕρκος κατέπηξαν Hdt.9.97, cf. E.Rh.116, X. An.5.2.5 (Att. usually σταύρωμα). 2 thorn, IG42(1).121.92 (Epid., iv B.C.), LXX Nu.33.55, al., Dsc.4.49, Babr.122; σκόλοπες φοίνικος PMag.Osl.1.270, al., cf. 2 Ep.Cor.12.7. 3 an instrument for operating on the urethra, Heliod. ap. Orib.50.9.4. 4 point of a fishing-hook, Luc.Merc.Cond.3. II tree, E.Ba.983 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 902] οπος, ὁ, jeder zugespitzte Körper; bes. Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade, ein Haupttheil der Befestigung bei Städten und sonst haltbaren Orten; schon bei Hom., τείχεα σκολόπεσσιν ἀρηρότα Od. 7, 45, ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν Il. 9, 350, am Graben; διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν, 8, 343. 15, 1; σκόλοπες γὰρ ἐν αὐτῇ (τάφρῳ) όξέες ἑστᾶσιν, 12, 63, vgl. 55; Ἀχαιοὶ τάφρῳ καὶ σκολόπεσσιν ἐνιπλήξαντες, 15, 344; πῶς περάσει σκόλοπας ἐν τροπῇ στρατός; Eur. Rhes. 116; σκόλοπας περὶ τὸ ἕρκος ἔπηξαν, Her. 9, 97; τάφρος ἦν καὶ σκόλοπες ἐπὶ τῆς ἀναβολῆς, Xen. An. 5, 2, 5; φρούρια καὶ σκόλοπες, Strat. 47 (XII, 205); σκόλοπος χαλεποῦ τρηχυτέρη οἶμος, Archimel. 2 (VII, 50); auch ein Pfahl zum Anspießen, κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπ εσσι, Il. 18, 177; σκόλοψι πήξωμεν δέμας, Eur. I. T. 1430. – Uebh. Splitter, Dorn, σκόλοπος αὐτῷ καταπαγέντος, S. Emp. pyrrh. 1, 238; Luc. de merc. cond. 3.
Greek (Liddell-Scott)
σκόλοψ: -οπος, ὁ, πᾶν τὸ εἰς ὀξὺ ἀπολῆγον· μάλιστα δὲ πάσσαλος, «παλοῦκι» ἐφ’ οὗ ἐνεπήγνυντο αἱ κεφαλαὶ τῶν ἐχθρῶν, Ἰλ. Σ. 177· ἢ πρὸς ἀνασκολοπισμὸν («παλούκωμα»), Εὐρ. Βάκχ. 983, Ι. Τ. 1430, Ἠλ. 898· ἐπὶ σκόλοψιν ἀναρτᾶσθαι Διοδ. Ἐκλογ. 596.65· - ὅθεν ἐν τῷ πληθ. σκόλοπες, πάσσαλοι πρὸς ὀχύρωσιν ἢ χαράκωμα χρήσιμοι ἔτι παρ’ Ὁμήρῳ, τείχεα... σκολόπεσσιν ἀρηρότα Ὀδ. Η. 45· καὶ συχν. ἐν τῇ Ἰλιάδι, ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν Η. 441· διὰ τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν Θ. 343, πρβλ. Μ. 63, Ο. 344· οὕτω, σκόλοπας περὶ τὸ ἕρκος κατέπηξαν Ἡρόδ. 9. 97, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 116, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 5· - ἂν καὶ τὸ σύνηθες παρ’ Ἀττικ. ὄνομα εἶναι σταύρωμα. 2) ἄκανθα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΛΓ΄, 55, κ. ἀλλ.), Βάβρ. 122, Διοσκ. 4. 49, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 7. 3) ἐργαλεῖον πρὸς χειρουργικὴν ἐγχείρησιν ἐν τῇ οὐρήθρᾳ, Ὀρειβάσ. σ. 187 Mai. 4) τὸ ὀξὺ ἄκρον ἁλιευτικοῦ ἀγκίστρου, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. ΙΙ. δένδρον, Εὐρ. Βάκχ. 983, ἔνθα ἴδε Elmsl., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
οπος (ὁ) :
1 pieu ; palissade;
2 pieu sur lequel on fiche une tête;
3 pal;
4 pointe d’hameçon.
Étymologie: probabl. apparenté à κόλος, κολούω, litt. tronc d’arbre coupé.