ὀνοστός: Difference between revisions
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />méprisable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ὄνομαι]]. | |btext=ός, όν :<br />méprisable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ὄνομαι]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ὄνομαι]]): w. neg., [[not]] to be [[despised]], [[not]] [[contemptible]], Il. 9.164†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:27, 15 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be blamed or scorned, δῶρα μὲν οὐκ ἔτ' ὀνοστὰ διδοῖς Il.9.164 ; οὐδ' ὀνοστὸς ἐν μάχαις Lyc.1235. Adv. -στῶς Eust.1101.2 :—also ὀνοτός, Pi.I.4(3).50, Call.Del.20, A.R.4.91.
German (Pape)
[Seite 350] geschmäht, getadelt, zu tadeln, δῶρα μὲν οὐκέτ' ὀνοστὰ διδοῖς, nicht zu verschmähende, nicht zu verachtende Geschenke, Il. 9, 164.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοστός: -ή, -όν, ἄξιος μομφῆς ἢ περιφρονήσεως, δῶρα μὲν οὐκ ἔτ’ ὀνοστὰ διδοῖς Ἰλ. Ι. 164· οὐδ’ ὀνοστὸς ἐν μάχαις Νικόφρ. 1235. ― Ἐπίρρ., -στῶς, Εὐστ. 1101. 2. ― Ὡσαύτως ὀνοτὸς (ὡς θαυματὸς ἀντὶ θαυμαστός), Πινδ. Ι. 4. 85, Καλλ. εἰς Δῆλ. 20, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνοστά· ἐκφαυλισμοῦ ἄξια, ψεκτά, μεμπτά, εὐτελῆ, φαῦλα ἢ καὶ ἄμεμπτα».
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
méprisable.
Étymologie: adj. verb. de ὄνομαι.
English (Autenrieth)
(ὄνομαι): w. neg., not to be despised, not contemptible, Il. 9.164†.