νεόκτιστος: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νεόκτιστος]], -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[new]] founded [[φοίνισσα]] δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο [[θέναρ]] (P. 4.206) τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν founded 474 B. C. (N. 9.2)
|sltr=[[νεόκτιστος]], -ον</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[new]] founded [[φοίνισσα]] δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο [[θέναρ]] (P. 4.206) τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν founded 474 B. C. (N. 9.2)
}}
}}

Revision as of 12:28, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκτιστος Medium diacritics: νεόκτιστος Low diacritics: νεόκτιστος Capitals: ΝΕΟΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: neóktistos Transliteration B: neoktistos Transliteration C: neoktistos Beta Code: neo/ktistos

English (LSJ)

ον, also η, ον Pi. N.9.2:—

   A newly founded or built, Pi. l.c., P.4.206, Hdt.5.24, Th.3.100, Cic.Att.6.2.3; newly created, LXXWi.11.18:—also νεό-κτῐτος, ον, B. 16.126, Nonn.D.18.294.

German (Pape)

[Seite 242] neu gegründet, neu gebau't; νεοκτίστα Αἴτνα, Pind. N. 9, 2; βωμοῖο θέναρ, P. 4, 206; πόλις, Her. 5, 24; Thuc. 3, 100; Luc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεόκτιστος: -ον, ὡσαύτως η, ον Πίνδ. Ν. 9. 3· - ὁ νεωστὶ ἱδρυθεὶς ἢ κτισθείς, Ἡρόδ. 5. 24, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 100· οὕτω, ποιητικῶς, νεόκτῐτος, Νόνν. Δ. 18. 294.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement bâti ou fondé.
Étymologie: νέος, κτίζω.

English (Slater)

νεόκτιστος, -ον
   1 new founded φοίνισσα δὲ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ (P. 4.206) τὰν νεόκτιστον ἐς Αἴτναν founded 474 B. C. (N. 9.2)