ὁμόκλαρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a une part égale.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[κλῆρος]].
|btext=ος, ον :<br />qui a une part égale.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[κλῆρος]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ὁμόκλᾱρος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sharing]] the [[same]] [[fortune]] ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς [[ὁμοῦ]] νικησάντων [[Ἴσθμια]] Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις [[joint]] (N. 9.5)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὁμόκλᾱρος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sharing]] the [[same]] [[fortune]] ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς [[ὁμοῦ]] νικησάντων [[Ἴσθμια]] Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις [[joint]] (N. 9.5)
|sltr=<b>ὁμόκλᾱρος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sharing]] the [[same]] [[fortune]] ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς [[ὁμοῦ]] νικησάντων [[Ἴσθμια]] Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις [[joint]] (N. 9.5)
}}
}}

Revision as of 12:36, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκλᾱρος Medium diacritics: ὁμόκλαρος Low diacritics: ομόκλαρος Capitals: ΟΜΟΚΛΑΡΟΣ
Transliteration A: homóklaros Transliteration B: homoklaros Transliteration C: omoklaros Beta Code: o(mo/klaros

English (LSJ)

Dor. for ὁμόκληρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκλᾱρος: Δωρ. ἀντὶ ὁμόκληρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ὁμός, κλῆρος.

English (Slater)

ὁμόκλᾱρος
   1 sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint (N. 9.5)

English (Slater)

ὁμόκλᾱρος
   1 sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint (N. 9.5)