περιδινέω: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(slb)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περιδινήσω, <i>ao.</i> περιεδίνησα, <i>pf. inus.</i><br />faire tournoyer ; <i>Pass.</i> aller et venir, faire mille tours.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δινέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περιδινήσω, <i>ao.</i> περιεδίνησα, <i>pf. inus.</i><br />faire tournoyer ; <i>Pass.</i> aller et venir, faire mille tours.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δινέω]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>περιδῑνέω</b> ?<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[whirl]] [[around]] ([[Ἀπόλλων]]) περιδινηθεὶς ἐπῇεν γᾶν (dubitanter supp. Snell; cll. Hesych., περιδινεῖσθαι· περικινεῖσθαι: προ [......] ις, [....] ινηθείς codd. Strabonis, nisi πε(ρι)κινηθεὶς unus cod.&#774;{im}) fr. 51a.
}}
{{Slater
|sltr=<b>περιδῑνέω</b> ?<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[whirl]] [[around]] ([[Ἀπόλλων]]) περιδινηθεὶς ἐπῇεν γᾶν (dubitanter supp. Snell; cll. Hesych., περιδινεῖσθαι· περικινεῖσθαι: προ [......] ις, [....] ινηθείς codd. Strabonis, nisi πε(ρι)κινηθεὶς unus cod.&#774;{im}) fr. 51a.
}}
}}

Revision as of 13:06, 17 August 2017

German (Pape)

[Seite 573] im Kreise od. Wirbel herumdrehen, herumtreiben; Hom. im pass., ἃς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν περιδινηθήτην καρπαλίμοισι πόδεσσι, Il. 22, 165, wo aber Spitzner richtiger πέρι δινηθήτην schreibt; περιδινεύμενος ὑπὸ τᾶς σφαίρας, Tim. Locr. 97 c; Luc. V. H. 1, 8; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιδῑνέω: περιστρέφω, ἑαυτὸν κύκλῳ Αἰσχίν. 77. 29· τυφὼν π. τὴν ναῦν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 9· θέτω εἰς κίνησιν ὁλόγυρα, Ἀλκίφρων 1. 39. - Παθ., περιέρχομαι, ὡς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν περιδινηθήτην (παθ. ἀόρ.) Ἰλ. Χ. 165 (ὁ Spitzn διῃρημένως πόλιν πέρι διν-)· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Ἀνθ. Π. 7. 485· ἀπολ., περιστρέφομαι, περιφέρομαι, Τίμ. Λοκρ. 97C· περιστρέφομαι ὡς στρόβιλος, Ξεν. Συμπ. 7. 3, Λουκ., κλ.· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἀμφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 310.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. περιδινήσω, ao. περιεδίνησα, pf. inus.
faire tournoyer ; Pass. aller et venir, faire mille tours.
Étymologie: περί, δινέω.