Ἰαολκός: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(21)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{Slater
|sltr=<b>&#774;ιᾰολκός</b> (v. West., Glotta, 1963, 278.) in [[Thessaly]]. ἐς εὐδείελον χθόνα — κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (Schr.: Ἰωλκοῦ codd.: Ἰαωλκοῦ Boeckh) (P. 4.77) ἐς δ' Ἰαολκὸν [[ἐπεὶ]] κατέβα ναυτᾶν [[ἄωτος]] (Schr.: δ' ἰωλκὸν codd.: δὲ ἰωλκὸν byz.) (P. 4.188) (Πηλεὺς) ὃς καἷ Ἰαολκὸν εἷλε [[μόνος]] (Schr.: Ἰωλκὸν codd.: Ἰαωλκὸν Boeckh) (N. 3.34) λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (v. l. Ἰαωλκὸν) (N. 4.54) “Πηλέι ὅν τ εὐσεβέστατον [[φάτις]] Ἰαολκοῦ τράφειν [[πεδίον]] (Schr.: Ἰαωλκοῦ cod.) (I. 8.40)
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>&#774;ιᾰολκός</b> (v. West., Glotta, 1963, 278.) in [[Thessaly]]. ἐς εὐδείελον χθόνα — κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (Schr.: Ἰωλκοῦ codd.: Ἰαωλκοῦ Boeckh) (P. 4.77) ἐς δ' Ἰαολκὸν [[ἐπεὶ]] κατέβα ναυτᾶν [[ἄωτος]] (Schr.: δ' ἰωλκὸν codd.: δὲ ἰωλκὸν byz.) (P. 4.188) (Πηλεὺς) ὃς καἷ Ἰαολκὸν εἷλε [[μόνος]] (Schr.: Ἰωλκὸν codd.: Ἰαωλκὸν Boeckh) (N. 3.34) λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (v. l. Ἰαωλκὸν) (N. 4.54) “Πηλέι ὅν τ εὐσεβέστατον [[φάτις]] Ἰαολκοῦ τράφειν [[πεδίον]] (Schr.: Ἰαωλκοῦ cod.) (I. 8.40)
|sltr=<b>&#774;ιᾰολκός</b> (v. West., Glotta, 1963, 278.) in [[Thessaly]]. ἐς εὐδείελον χθόνα — κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (Schr.: Ἰωλκοῦ codd.: Ἰαωλκοῦ Boeckh) (P. 4.77) ἐς δ' Ἰαολκὸν [[ἐπεὶ]] κατέβα ναυτᾶν [[ἄωτος]] (Schr.: δ' ἰωλκὸν codd.: δὲ ἰωλκὸν byz.) (P. 4.188) (Πηλεὺς) ὃς καἷ Ἰαολκὸν εἷλε [[μόνος]] (Schr.: Ἰωλκὸν codd.: Ἰαωλκὸν Boeckh) (N. 3.34) λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (v. l. Ἰαωλκὸν) (N. 4.54) “Πηλέι ὅν τ εὐσεβέστατον [[φάτις]] Ἰαολκοῦ τράφειν [[πεδίον]] (Schr.: Ἰαωλκοῦ cod.) (I. 8.40)
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

English (Slater)

̆ιᾰολκός (v. West., Glotta, 1963, 278.) in Thessaly. ἐς εὐδείελον χθόνα — κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (Schr.: Ἰωλκοῦ codd.: Ἰαωλκοῦ Boeckh) (P. 4.77) ἐς δ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος (Schr.: δ' ἰωλκὸν codd.: δὲ ἰωλκὸν byz.) (P. 4.188) (Πηλεὺς) ὃς καἷ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος (Schr.: Ἰωλκὸν codd.: Ἰαωλκὸν Boeckh) (N. 3.34) λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (v. l. Ἰαωλκὸν) (N. 4.54) “Πηλέι ὅν τ εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον (Schr.: Ἰαωλκοῦ cod.) (I. 8.40)

English (Slater)

̆ιᾰολκός (v. West., Glotta, 1963, 278.) in Thessaly. ἐς εὐδείελον χθόνα — κλειτᾶς Ἰαολκοῦ (Schr.: Ἰωλκοῦ codd.: Ἰαωλκοῦ Boeckh) (P. 4.77) ἐς δ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα ναυτᾶν ἄωτος (Schr.: δ' ἰωλκὸν codd.: δὲ ἰωλκὸν byz.) (P. 4.188) (Πηλεὺς) ὃς καἷ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος (Schr.: Ἰωλκὸν codd.: Ἰαωλκὸν Boeckh) (N. 3.34) λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (v. l. Ἰαωλκὸν) (N. 4.54) “Πηλέι ὅν τ εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίον (Schr.: Ἰαωλκοῦ cod.) (I. 8.40)