γένυς: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=υος, acc. pl. γένῦς: [[under]] [[jaw]], [[jaw]], of men and animals. | |auten=υος, acc. pl. γένῦς: [[under]] [[jaw]], [[jaw]], of men and animals. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 17 August 2017
English (LSJ)
υος, ἡ, dat.
A γένυι Pi.O.13.85: pl., gen. γενύων P.4.225 (disyll.), A.Th.122 (lyr.): dat. γένυσι S.Ant.121 (lyr.), Ep. γένυσσι Il.11.416, γενύεσσι Nic. (v. infr.): acc. γένυας, contr. γένῡς:—jaw, πυκάσαι τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ Od.11.320; ἡ ἄνω γ., ἡ κάτωθεν, Arist.HA492b23, sq.: pl., γένυες both jaws, the mouth with the teeth, Il.23.688, 11. 416, Pi.P.4.225, S.Ant.121: in sg., Thgn.1327, E.Ph.1380, al.: generally, side of the face, cheek, φίλον φίλημα παρὰ γένυν τιθέντα E. Supp.1154. II edge of an axe, axe, S.Ph.1205 (lyr.), El.196 (lyr.); of a fishing-hook, Opp.H.3.539; πυράγρης Nic.Al.50 (pl.). (Cf. Skr. hanus, Lat. gena, etc.) [ῡ twice in E., El.1214 (lyr.), Fr. 530.6.]
German (Pape)
[Seite 484] υος, ἡ (vgl. γένειον), der Kinnbacken; Hom. dreimal, plur.: Iliad. 23, 688 χρόμαδος γενύων, von Menschen; 11, 416 θήγων λευκὸν ὀδόντα μετὰ γναμπτῇσι γένυσσιν, von einem Eber; Odyss. 11, 320 πρίν σφωιν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανθέι λάχνῃ, var. lect. γένυν, accus. pl. γένυς statt γένυας, vgl. Scholl. – Bei den Folgden: 1) im singul., der untere Kinnbacken, das Kinn; Eur. Phoen. 63; Xen. Cyn. 5, 10; Aristot. Hist. A. 1, 9, 6 ἔτι σιαγόνες δύο· τούτων τὸ πρόσθιον γένειον, τὸ δ' ὀπίσθιον γένυς. Häufig im plur. beide Kinnladen, der Mund mit den Zähnen; öfter Pind. von Pferden; Aesch. Sept. 115 u. Eur. Herc. fur. 384; Arist. de anim. 3, 7 u. Sp.; vgl. noch Eur. Phoen. 1389 ἀγρίαν θήγοντες γένυν. – 2) (vgl. γενηΐς) Schärfe des Beils, Beil, ἀμφήκης Soph. El. 476; vgl. Phil. 1190 u. sp. D.; auch vom Angelhaken, ἀγκίστροιο γ. Opp. H. 3, 539; πυράγρης Nic. Al. 50. [γένυν El. 1214.]
Greek (Liddell-Scott)
γένῠς: -υος, ἡ· δοτ. γένυι Πίνδ. Ο. 13. 121, Εὐρ. Ἴωνι 1427·- πληθ., γεν. γενύων συνῃρ. γενῦν Πίνδ. II. 4. 401, Αἰσχύλ. Θήβ. 123 (πρβλ. Ἐρινύς)· δοτ. γένυσι Σοφ. Ἀντ. 121, Ἐπ. γένυσσι Ἰλ. Λ. 416· αἰτ. γένυας, συνῃρ. γένῡς·- ἡ κάτω σιαγὼν (ἴδε γένειον), Ὀδ. Λ. 320· ἡ ἄνω γ., ἡ κάτωθεν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 10 κ. ἀλλ.· πληθ. γένυες, ἀμφότεραι αἱ σιαγόνες, τὸ στόμα μετὰ τῶν ὀδόντων, Ἰλ. Ψ. 688, Λ. 416, Πίνδ.II. 4. 401, καὶ Τραγ.· καὶ οὕτω καθ’ ἑνικ., Θέογν. 1327, Εὐρ. Φοιν. 1180·- καθόλου, τὸ πλάγιον τῆς κεφαλῆς, παρειά, φίλον φίλημα παρὰ γένυν τιθέντα Εὐρ. Ἱκ. 1155. ΙΙ. ἡ ἀκμή, τὸ κοπτερὸν τοῦ πελέκεως, ὁ «δάκνων» πέλεκυς, Σοφ. Φ. 1205, Ἠλ. 197, ἴδε Valck. Diatr. σ. 145·- ἐπὶ ἀγκίστρου, ἁλιευτικοῦ, Ὀππ. Ἁλ. 3. 539· ἢ ἐπὶ περονίου, Νίκ. Ἀλ. 50. (Πρβλ. γένειον, γνάθος, γναθμός· Σανσκρ. hanus (maxilla)· Λατ. gena· Γοτθ. kinnus, kinn (παρειά)· Ἀγγλο-Σαξ.cyn, κτλ.·- πρβλ. ὡσαύτως gingiva (τὰ οὖλα), Ἰρλανδ. καὶ Οὐαλλ. g ên, Κορν. genau). [ῡ δὶς παρ’ Εὐρ., Ἠλ. 1214, Ἀποσπ. 534. 6].
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
1 mâchoire (inférieure) ; p. ext. la bouche extérieure, càd les lèvres, le menton et les joues;
2 p. anal. tranchant d’une hache ; hache.
Étymologie: DELG vieux mot i.-e. désignant la mâchoire.