φάσμα: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> forme, simulacre;<br /><b>2</b> apparition, vision : [[φάσμα]] ἀνθρώπου HDT, γυναικός HDT fantôme d’homme, de femme, <i>etc.</i><br /><b>3</b> signe des dieux, présage;<br /><b>4</b> monstre, prodige.<br />'''Étymologie:''' [[φαίνω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> forme, simulacre;<br /><b>2</b> apparition, vision : [[φάσμα]] ἀνθρώπου HDT, γυναικός HDT fantôme d’homme, de femme, <i>etc.</i><br /><b>3</b> signe des dieux, présage;<br /><b>4</b> monstre, prodige.<br />'''Étymologie:''' [[φαίνω]].
}}
{{Slater
|sltr=[[φάσμα]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[vision]] ὣς ἐμοὶ [[φάσμα]] λέγει Κρονίδα πεμφθὲν βαρυγδούπου [[Διός]]” (O. 8.43)
}}
}}

Revision as of 14:38, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάσμα Medium diacritics: φάσμα Low diacritics: φάσμα Capitals: ΦΑΣΜΑ
Transliteration A: phásma Transliteration B: phasma Transliteration C: fasma Beta Code: fa/sma

English (LSJ)

ατος, τό: (φαίνω):—

   A apparition, phantom, Hdt.6.69, 117, A.Ag.415 (lyr.), etc.; φ. ἀνθρώπου spectral appearance of a man, Hdt. 4.15; φ. γυναικός Id.8.84, cf. Pl.Smp.179d; φ. νερτέρων E.Alc. 1127; vision in a dream, ὀνείρων φάσματα A.Ag.274, cf. S.El.644, etc.; φ. νυκτός ib.501 (lyr.); νύχια φ. E.IT1263 (lyr.).    2 appearance, phenomenon, Pl.Tht.155a; ἀνατολῆς φ. καὶ δύσεως Epicur.Nat.11.8 (pl.), al.: so, of strange phenomena in the heavens, Arist.Mete. 338b23, 342a35; of images apprehended by sense, Diog.Oen.Fr. 7.    3 of shows or mysteries, as images or types of realities, εὐδαίμονα φ. μυούμενοι Pl.Phdr.250c.    4 sign from heaven, portent, omen, Hdt.3.10, 4.79, 7.37,38, 8.37, S.El.1466, Pl.Plt.268e, etc.; φ. Κρονίδα Pi.O.8.43, cf. A.Ag.145 (pl., lyr.); Παλλάδα . . εὔσημον φ. ναυβάταις Eur.IA252 (lyr.).    5 monster, prodigy, periphr., φάσμα ταύρου, ὕδρας, a monster of a bull, of a hydra, S.Tr. 509 (lyr.), 837 codd. (lyr.); of the Sphinx, Epigr.Gr.1016.3.

German (Pape)

[Seite 1258] τό, Erscheinung, Gestalt; bes. Traumbild, Gespenst, ἦλθέ μοι φάσμα, εἰδόμενον Ἀρίστωνι Her. 6, 69; τὸ φάσμα τοῦ ἀνθρώπου 4, 15, die gespenstische Erscheinung des Mannes, ὀνείρων φάσματα Aesch. Ag. 265, vgl. 404; νυκτός Soph. El. 492, vgl. 634; Eur. oft; Plat. Theaet. 155 a u. öfter. – Ein von einer Gottheit gesandtes Zeichen, Wahrzeichen, Vorzeichen, Pind. φάσμα Κρονίδα, Ol. 8, 43; vgl. Aesch. Ag. 143; εὔσημον φάσμα ναυβάταις Eur. I. A. 252; φάσμα Αἰγυπτίοισι μέγιστον ἐγένετο Her. 3, 10. 4, 79; bes. eine außerordentliche über- od. widernatürliche Erscheinung, ein Ungeheuer, dah. φάσμα ταύρου, φάσμα ὕδρας, ein Ungeheuer von Stier, ein ungeheurer Stier, Soph. Trach. 507. 834.

Greek (Liddell-Scott)

φάσμα: τό· (ἴδε φάω)· ― φάντασμα, Ἡρόδ. 6. 69, 117, Αἰσχύλ. Ἀγ. 415, Σοφ., κλπ.· φ. ἀνδρός, φάντασμα ἀνδρός, φαινομένη παρουσίαἐμφάνισις, Ἡρόδ. 4. 15· φ. γυναικὸς Πλάτ. Συμπ. 179D· φ. νερτέρων Εὐρ. Ἄλκ. 1127· ― ὅρασις καθ’ ὕπνους, ὀνείρων φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 274, Σοφ. κλπ.· φ. νυκτὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 503· νύχια φ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1263. 2) φαινόμενον, ὁμοίωμα, εἰκών, Πλάτ. Θεαίτ. 155Α· ἐπὶ τῶν μυστηρίων ὡς εἰκόνων ἢ τύπων τῶν πράγματι ὄντων, εὐδαίμονα φ. μυούμενοι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 250C· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 57 κἑξ. 3) σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, τέρας, οἰωνός, Ἡρόδ. 7, 37, 38., 8. 37, Σοφ. Ἠλ. 1466, Πλάτ. Πολιτικ. 268Ε, κλπ.· φ. Κρονίδα Πινδ. Ο. 8. 57, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 145· Παλλάδα… εὔσημον φ. ναυβάταις Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 252. 4) τέρας, τερατῶδες πρᾶγμα, Ἡρόδ. 3. 10., 4. 79 περιφρ., φάσμα ταύρου, ὕδρας, τέρας ταύρου, κλπ., Σοφ. Τραχ. 506, 837· ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1016. 3. 5) ἐπὶ παραδόξων φαινομένων ἐν τῷ οὐρανῷ, Ἀριστ. Μετεωρολ. 1. 1, 2., 1. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 forme, simulacre;
2 apparition, vision : φάσμα ἀνθρώπου HDT, γυναικός HDT fantôme d’homme, de femme, etc.
3 signe des dieux, présage;
4 monstre, prodige.
Étymologie: φαίνω.

English (Slater)

φάσμα
   1 vision ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει Κρονίδα πεμφθὲν βαρυγδούπου Διός” (O. 8.43)