σκᾶπτον: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[σκῆπτρον]].
|btext=<i>dor. c.</i> [[σκῆπτρον]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>σκᾱπτον</b> (-ῳ, -ον.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[staff]] σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας ἔκτανεν Λικύμνιον (O. 7.28) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[sceptre]] ([[Ἱέρων]]) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει [[σκᾶπτον]] (]τρον Π.) (O. 1.12) Ὀρτυγίας· τὰν [[Ἱέρων]] καθαρῷ σκάπτῳ διέπων (O. 6.93) εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς [[αἰετός]] (P. 1.6) “καὶ [[σκᾶπτον]] μόναρχον καὶ [[θρόνος]]” (P. 4.152) [[Ἑστία]], εὖ μὲν Ἀρισταγόραν [[δέξαι]] τεὸν ἐς [[θάλαμον]], εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ [[πέλας]] (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. . [[δέξαι]] τεὸν ἐς [[θάλαμον]], εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ [[πέλας]] (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. 7.
}}
}}

Revision as of 14:42, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾶπτον Medium diacritics: σκᾶπτον Low diacritics: σκάπτον Capitals: ΣΚΑΠΤΟΝ
Transliteration A: skâpton Transliteration B: skapton Transliteration C: skapton Beta Code: ska=pton

English (LSJ)

τό, Dor. for σκῆπτρον.

German (Pape)

[Seite 889] τό, dor. = σκῆπτρον; Pind. θεμιστεῖον ἀμφέπει σκᾶπτον, Ol. 1, 12; μόναρχον, P. 4, 152, u. oft. Man hat es mit dem deutschen »Schaft« verglichen.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾶπτον: τό, Δωρ. ἀντὶ σκῆπτρον.

French (Bailly abrégé)

dor. c. σκῆπτρον.

English (Slater)

σκᾱπτον (-ῳ, -ον.)
   a staff σκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας ἔκτανεν Λικύμνιον (O. 7.28)
   b sceptre (Ἱέρων) θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον (]τρον Π.) (O. 1.12) Ὀρτυγίας· τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων (O. 6.93) εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός (P. 1.6) “καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος” (P. 4.152) Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. . δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Δ. 2. 7.