ἀπακριβόομαι: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6_20) |
(big3_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπακρῑβόομαι''': παθ., [[γίνομαι]] (ὑπό τινος) [[μετὰ]] πολλῆς ἀκριβείας καὶ τελειότητος, πρὸς [[κάλλος]] Πλάτ. Νόμ. 810Β· [[λόγος]] ἀπηκριβωμένος ὁ αὐτ. Τίμ. 29C, Ἰσοκρ. 43Α, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 59D· [[παιδεία]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. §190· ἐν τοῖς μάλιστ’ ἀπηκριβωμένοις, τοῖς τελειοτάτοις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 15· ἐπὶ προσώπων ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι, γινώσκων τι μετ’ ἀκριβείας, Ἰσοκρ. 238D, πρβλ. [[ἀπηκριβωμένως]] ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ, ἀποτελειώνω, καθιστῶ τέλειον [[ἔργον]] τι, ἐπὶ γλυπτικῆς, Ἀνθ. Πλαν. 172, 342· ἀπ. ταῖς γραμμαῖς Λουκ. Εἰκ. 16. | |lstext='''ἀπακρῑβόομαι''': παθ., [[γίνομαι]] (ὑπό τινος) [[μετὰ]] πολλῆς ἀκριβείας καὶ τελειότητος, πρὸς [[κάλλος]] Πλάτ. Νόμ. 810Β· [[λόγος]] ἀπηκριβωμένος ὁ αὐτ. Τίμ. 29C, Ἰσοκρ. 43Α, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 59D· [[παιδεία]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. §190· ἐν τοῖς μάλιστ’ ἀπηκριβωμένοις, τοῖς τελειοτάτοις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 15· ἐπὶ προσώπων ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι, γινώσκων τι μετ’ ἀκριβείας, Ἰσοκρ. 238D, πρβλ. [[ἀπηκριβωμένως]] ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ, ἀποτελειώνω, καθιστῶ τέλειον [[ἔργον]] τι, ἐπὶ γλυπτικῆς, Ἀνθ. Πλαν. 172, 342· ἀπ. ταῖς γραμμαῖς Λουκ. Εἰκ. 16. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀπακρῑβόομαι) <b class="num">1</b> en part. perf. ἀπηκριβωμένος, -η, -ον [[acabado]], [[refinado]] λόγος Pl.<i>Ti</i>.29c, Isoc.4.11, ὀνόματα Pl.<i>Phlb</i>.59d, σχήματα Hero <i>Def</i>.135.8, κάλλος ἀπηκριβωμένον τῇ φύσει Aristaenet.1.11.10, ἐκ τοίης ὥνθρωποι ἀπηκριβωμένοι ὀστῶν ἁρμονίης <i>AP</i> 7.472 (Leon.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ μάλιστα ἀπηκριβωμένα las criaturas más perfectas</i> Arist.<i>PA</i> 666<sup>a</sup>28<br /><b class="num">•</b>[[ajustarse perfectamente]] πρὸς κανόνα Plu.2.802e, πρὸς ἀρετήν Plu.2.962b<br /><b class="num">•</b>[[versado]] ἐπὶ τοῖς μαθήμασι τούτοις Isoc.12.28.<br /><b class="num">2</b> c. compl. dir. [[terminar, realizar perfectamente]] una escultura, Alex.Aet.8<br /><b class="num">•</b>tb. en v. act., una pintura, Gr.Naz.M.37.372D.<br /><b class="num">3</b> en v. act. [[estudiar minuciosame]] τὰς ... ἰουδαικὰς δευτερώσεις Eus.<i>DE</i> 6.18. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 21 August 2017
English (LSJ)
A to be highly wrought or finished, πρὸς κάλλος Pl.Lg. 810b; λόγος ἀπηκριβωμένος Id.Ti.29c, Isoc.4.11, cf. Pl.Phlb.59d; παιδεία Isoc.15.190; τὰ μάλιστ' ἀπηκρ. the most perfect creatures, Arist.PA666a28; of persons, ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι accurately versed in a thing, Isoc.12.28; cf. ἀπηκριβωμένως. II Med., finish off, make perfect, of sculpture, APl.4.172 (Alex.Aet.), cf. 5.342; ἀ. ταῖς γραμμαῖς Luc.Im.16 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπακρῑβόομαι: παθ., γίνομαι (ὑπό τινος) μετὰ πολλῆς ἀκριβείας καὶ τελειότητος, πρὸς κάλλος Πλάτ. Νόμ. 810Β· λόγος ἀπηκριβωμένος ὁ αὐτ. Τίμ. 29C, Ἰσοκρ. 43Α, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 59D· παιδεία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. §190· ἐν τοῖς μάλιστ’ ἀπηκριβωμένοις, τοῖς τελειοτάτοις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 15· ἐπὶ προσώπων ἀπηκριβωμένος ἐπί τινι, γινώσκων τι μετ’ ἀκριβείας, Ἰσοκρ. 238D, πρβλ. ἀπηκριβωμένως ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ, ἀποτελειώνω, καθιστῶ τέλειον ἔργον τι, ἐπὶ γλυπτικῆς, Ἀνθ. Πλαν. 172, 342· ἀπ. ταῖς γραμμαῖς Λουκ. Εἰκ. 16.
Spanish (DGE)
(ἀπακρῑβόομαι) 1 en part. perf. ἀπηκριβωμένος, -η, -ον acabado, refinado λόγος Pl.Ti.29c, Isoc.4.11, ὀνόματα Pl.Phlb.59d, σχήματα Hero Def.135.8, κάλλος ἀπηκριβωμένον τῇ φύσει Aristaenet.1.11.10, ἐκ τοίης ὥνθρωποι ἀπηκριβωμένοι ὀστῶν ἁρμονίης AP 7.472 (Leon.)
•subst. τὰ μάλιστα ἀπηκριβωμένα las criaturas más perfectas Arist.PA 666a28
•ajustarse perfectamente πρὸς κανόνα Plu.2.802e, πρὸς ἀρετήν Plu.2.962b
•versado ἐπὶ τοῖς μαθήμασι τούτοις Isoc.12.28.
2 c. compl. dir. terminar, realizar perfectamente una escultura, Alex.Aet.8
•tb. en v. act., una pintura, Gr.Naz.M.37.372D.
3 en v. act. estudiar minuciosame τὰς ... ἰουδαικὰς δευτερώσεις Eus.DE 6.18.