ἀναπίνω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_3)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπίνω''': [ῑ], [[πίνω]], ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ [[σπόγγος]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται [[ὅπως]] ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ [[πάλιν]] ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.
|lstext='''ἀναπίνω''': [ῑ], [[πίνω]], ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ [[σπόγγος]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται [[ὅπως]] ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ [[πάλιν]] ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[absorber]] abs. de ciertos órganos, Hp.<i>VM</i> 22<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero <i>Spir</i>.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.<i>in Ti</i>.1.121.26.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[reabsorberse]] de supuraciones, Hp.<i>Art</i>.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.<i>Pr</i>.864<sup>b</sup>22, cf. Gal.7.694<br /><b class="num">•</b>v. med.-pas. [[evaporarse]] ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ <i>Gp</i>.18.21.1.
}}
}}

Revision as of 11:56, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπίνω Medium diacritics: ἀναπίνω Low diacritics: αναπίνω Capitals: ΑΝΑΠΙΝΩ
Transliteration A: anapínō Transliteration B: anapinō Transliteration C: anapino Beta Code: a)napi/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A drink up, suck in like a sponge, Hp.VM22; absorb again, of suppurations which do not come to a head, Id.Art.40; of extravasated blood, ib.50, cf. Gal.7.694.

German (Pape)

[Seite 202] (s. πίνω), zurück-, aufschlürfen, einsaugen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπίνω: [ῑ], πίνω, ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ σπόγγος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται ὅπως ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ πάλιν ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.

Spanish (DGE)

1 absorber abs. de ciertos órganos, Hp.VM 22
en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero Spir.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.in Ti.1.121.26.
2 en v. med. reabsorberse de supuraciones, Hp.Art.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.Pr.864b22, cf. Gal.7.694
v. med.-pas. evaporarse ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ Gp.18.21.1.