ἐγκαταλαμβάνω: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(Bailly1_2) |
(big3_13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἐγκαταλήψομαι;<br /><b>1</b> prendre dans, surprendre dans;<br /><b>2</b> enfermer, cerner ; <i>fig.</i> THC obliger, astreindre qqn par des serments.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καταλαμβάνω]]. | |btext=<i>f.</i> ἐγκαταλήψομαι;<br /><b>1</b> prendre dans, surprendre dans;<br /><b>2</b> enfermer, cerner ; <i>fig.</i> THC obliger, astreindre qqn par des serments.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[καταλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> en pap. frec. graf. ἐνκ-<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>c. ac. de pers. [[coger]], [[capturar]], [[apoderarse de]] ὅσους ἐγκατέλαβε διέφθειρεν Th.4.116, τὸν υἱὸν ἐγκαταλαβὼν ἀπέσφαξε Plu.<i>Mar</i>.35, cf. <i>Pomp</i>.29, I.<i>AI</i> 18.370, en v. pas., de las naves enemigas, Th.3.33, ἐγκαταληφθεὶς καὶ πολλὰ τραύματα λαβὼν ἀπέθανεν X.<i>HG</i> 6.4.32, οἱ δὲ τῶν ἐλεφάντων ἡγεμόνες ἐγκαταλαμβανόμενοι Plu.<i>Pyrrh</i>.26, ἐν αὐταῖς (οἰκίαις) ἐγκαταλαμβανόμενοι Arr.<i>An</i>.6.7.6, ἔθανον λοιμοῦ ν[έ] φει ἐγκαταληφθείς <i>MAMA</i> 9.79 (II d.C.), ὑπὸ τῶν ἱππέων D.C.40.22.3, cf. 39.61.2.<br /><b class="num">2</b> medic., de fluidos corporales, etc., en v. pas. [[ser retenido]], [[ser bloqueado]] ἐγκαταλαμβανόμενοι (ἰχῶρες) Hp.<i>Epid</i>.2.1.1, cf. Arist.<i>Pr</i>.926<sup>b</sup>31, Gal.5.117<br /><b class="num">•</b>[[ser obstruido]] ἐγκαταλαμβανομένων δὲ τῶν διόδων ὑπὸ τοῦ πώρου Hp.<i>Oss</i>.13.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[comprometer]], [[obligar]] ὅρκοις ἐγκαταλαμβάνειν comprometer mediante juramentos (al enemigo)</i>, Th.4.19, ἐὰν ... ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν Δημοσθένην Aeschin.3.60.<br /><b class="num">2</b> [[retener]], [[distraer la atención]] en v. pas. τοῦ μὴ συνεχῶς ἐγκαταλαμβάνεσθαι τοῖς ἀπηγορευμένοις Basil.M.31.956A.<br /><b class="num">3</b> [[sobrevenir]], [[seguir inmediatamente detrás]] c. ac. ἄκοντες ... [[ἀλλήλους]] ἐγκαταλαμβάνουσι lanzas que caían (como lluvia) unas tras otras</i> Aristid.<i>Or</i>.26.84, παννυχὶς ἐγκατειλήφει τὴν ... ἑορτήν Aristid.<i>Or</i>.47.6, c. giro prep. ἐπὶ τῷ ἐμέτῳ [[ἀσιτία]] ἐγκατέλαβε Aristid.<i>Or</i>.47.60, sin rég. πρὶν καθαρῶς τὸ πρῶτον κῦμα ... ῥαγῆναι τὸ δεύτερον ἐγκαταλαμβάνει Lib.<i>Or</i>.59.130.<br /><b class="num">III</b> [[venir a visitar]] ἐὰν ῥᾷον ἔχῃς ἐνκατάλαβε ἡμᾶς si estás mejor, ven a nosotros</i>, <i>PMich</i>.624.7 (VI d.C.), cf. quizá <i>PVarsov</i>.28.6 (VI d.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
A catch in a place, hem in, Th.4.116; ἐ. τινὰ ὅρκοις trammel by oaths, ib.19; ἐὰν λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ αὐτόν Aeschin.3.60:— Pass., Th.3.33, Arist.Pr.926b31. II follow in immediate succession, παννυχὶς ἐ. ἑορτήν Aristid.Or.47(23).6, cf.26(14).84; attack immediately after, ἡ ἐπὶ τῷ ἐμέτῳ ἀσιτία [τινὰ] ἐ. Id.47(23).60.
German (Pape)
[Seite 705] (s. λαμβάνω), darin fassen, einschließen; Thuc. 4, 116; ὅρκοις 4, 19, dadurch fesseln; von Heeren, abschneiden, umzingeln, Thuc. 5, 3; – bes. pass., 3, 33 u. oft; πολλοὶ ἐγκατελήφθησαν, in der eroberten Stadt, Aesch. 2, 15; auch ἐὰν αὐτὸς ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν Δημοσθένην, 3, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 4. 116, πρβλ. 3. 33· ἐγκ. τινὰ ὅρκοις, περιορίζω, ἐξαναγκάζω δι’ ὅρκων, ἐὰν λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ αὐτὸν Αἰσχίν. 62. 17: ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 20. 34.
French (Bailly abrégé)
f. ἐγκαταλήψομαι;
1 prendre dans, surprendre dans;
2 enfermer, cerner ; fig. THC obliger, astreindre qqn par des serments.
Étymologie: ἐν, καταλαμβάνω.
Spanish (DGE)
• Grafía: en pap. frec. graf. ἐνκ-
I 1c. ac. de pers. coger, capturar, apoderarse de ὅσους ἐγκατέλαβε διέφθειρεν Th.4.116, τὸν υἱὸν ἐγκαταλαβὼν ἀπέσφαξε Plu.Mar.35, cf. Pomp.29, I.AI 18.370, en v. pas., de las naves enemigas, Th.3.33, ἐγκαταληφθεὶς καὶ πολλὰ τραύματα λαβὼν ἀπέθανεν X.HG 6.4.32, οἱ δὲ τῶν ἐλεφάντων ἡγεμόνες ἐγκαταλαμβανόμενοι Plu.Pyrrh.26, ἐν αὐταῖς (οἰκίαις) ἐγκαταλαμβανόμενοι Arr.An.6.7.6, ἔθανον λοιμοῦ ν[έ] φει ἐγκαταληφθείς MAMA 9.79 (II d.C.), ὑπὸ τῶν ἱππέων D.C.40.22.3, cf. 39.61.2.
2 medic., de fluidos corporales, etc., en v. pas. ser retenido, ser bloqueado ἐγκαταλαμβανόμενοι (ἰχῶρες) Hp.Epid.2.1.1, cf. Arist.Pr.926b31, Gal.5.117
•ser obstruido ἐγκαταλαμβανομένων δὲ τῶν διόδων ὑπὸ τοῦ πώρου Hp.Oss.13.
II fig.
1 comprometer, obligar ὅρκοις ἐγκαταλαμβάνειν comprometer mediante juramentos (al enemigo), Th.4.19, ἐὰν ... ὁ τῆς ἀληθείας λογισμὸς ἐγκαταλαμβάνῃ τὸν Δημοσθένην Aeschin.3.60.
2 retener, distraer la atención en v. pas. τοῦ μὴ συνεχῶς ἐγκαταλαμβάνεσθαι τοῖς ἀπηγορευμένοις Basil.M.31.956A.
3 sobrevenir, seguir inmediatamente detrás c. ac. ἄκοντες ... ἀλλήλους ἐγκαταλαμβάνουσι lanzas que caían (como lluvia) unas tras otras Aristid.Or.26.84, παννυχὶς ἐγκατειλήφει τὴν ... ἑορτήν Aristid.Or.47.6, c. giro prep. ἐπὶ τῷ ἐμέτῳ ἀσιτία ἐγκατέλαβε Aristid.Or.47.60, sin rég. πρὶν καθαρῶς τὸ πρῶτον κῦμα ... ῥαγῆναι τὸ δεύτερον ἐγκαταλαμβάνει Lib.Or.59.130.
III venir a visitar ἐὰν ῥᾷον ἔχῃς ἐνκατάλαβε ἡμᾶς si estás mejor, ven a nosotros, PMich.624.7 (VI d.C.), cf. quizá PVarsov.28.6 (VI d.C.).