ἐγχειρίζω: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(Bailly1_2)
(big3_13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> ἐγχειριῶ, <i>ao.</i> ἐνεχείρισα, <i>pf.</i> ἐγκεχείρικα;<br />mettre en main, remettre, livrer : [[τί]] τινι qch à qqn ; τινά τινι une personne à qqn ; τινι αὑτὸν ἐγχ. XÉN se remettre entre les mains de qqn, se livrer à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐγχειρίζομαι prendre sur soi ; s’exposer à (un danger), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[χείρ]].
|btext=<i>f. att.</i> ἐγχειριῶ, <i>ao.</i> ἐνεχείρισα, <i>pf.</i> ἐγκεχείρικα;<br />mettre en main, remettre, livrer : [[τί]] τινι qch à qqn ; τινά τινι une personne à qqn ; τινι αὑτὸν ἐγχ. XÉN se remettre entre les mains de qqn, se livrer à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐγχειρίζομαι prendre sur soi ; s’exposer à (un danger), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[χείρ]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[poner en manos de]], [[confiar]], [[entregar]] c. dat. de pers. τοὺς ἄνδρας ἐγχειρίσαι σφίσιν Th.2.67, τούτοις ἐγχειρίσας ἐμαυτόν Luc.<i>Icar</i>.5, cf. D.19.324, Arist.<i>Pol</i>.1306<sup>a</sup>22, Plb.2.51.6, 3.67.6, ἐ. σοι ... τὸν ἀδελφόν Gr.Naz.<i>Ep</i>.150.3, cf. Anon.<i>Decl.Par</i>.46<br /><b class="num">•</b>fig. τῇ ἀτυχίᾳ ... ἐμαυτὸν ἐ. me pongo en manos del infortunio</i> Antipho 2.4.1<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa o abstr. τὰ [[βυβλία]] τῷ Ἀρταφρένεϊ Hdt.6.4, cf. 5.92γ, τοῖσι Ἰσαγόρεω στασιώτῃσι τὰς ἀρχὰς Hdt.5.72, cf. <i>IG</i> 9(2).1103.13 (Magnesia II a.C.), τηλικαύτην κρίσιν ἐγκεχειρικότος τῷ δήμῳ τοῦ βασιλέως Plu.<i>Phoc</i>.34, τούτῳ τὴν πόλιν Plb.1.11.4, en v. pas. τὰ ... ἱπποφόρβια ... Μήδοις ἐγκεχείρισται Plb.5.44.1, διὰ τῶν ἐνκεχιρισμένων αὐτῶι ἀρχήων ὑπὸ τῆς πατρίδος <i>Sardis</i> 8.54 (I a.C.), παραλαβὼν τὴν ἐ[γ] χειρισθεῖσαν ἑαυτ[ῷ πί] στιν ὑπὸ τοῦ δήμου aceptando la confianza depositada en él por el pueblo</i>, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1028.72 (II/I a.C.), cf. <i>Milet</i> 1(3).154.21 (II a.C.), <i>IG</i> 12(9).235.4 (Eretria I a.C.), Luc.<i>Prom</i>.3, τῆς ἐγχειρισθείσης αὐτῷ χρείας <i>PFlor</i>.2.9 (III d.C.), cf. Vett.Val.344.2, <i>CPR</i> 17A.12.11, 13.11 (ambos IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> c. inf. [[facilitar]] τὸ εἰδέναι ὅπου ἕκαστόν ἐστι ταχὺ ἐγχειριεῖ facilitará saber dónde está cada cosa al momento</i> X.<i>Oec</i>.8.10.<br /><b class="num">3</b> medic. [[tratar quirúrgicamente]], [[operar]] [[δεῖ]] τοὺς ἐπιγινομένους λίθους ἐν ταῖς γνάθοις ἐγχειρίζειν <i>Hippiatr</i>.18.4.<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[tomar sobre sí]], [[asumir]] c. ac. de abstr. o inf. ἐγχειρίσασθαι αὐτούς (τοὺς κινδύνους) Th.5.108, ἀναγκαῖα πάντα ὅσα ἐνεχειρίσαντο D.C.29.6, ἄλλο τι ἄλλη τῶν ὑπηρετουσῶν ἐγκεχείρισται cada una se encarga de un cometido diferente</i> Luc.<i>Am</i>.39, cf. Hdn.1.12.3, διοικεῖν καὶ διέπειν τὰ τῆς ἀρχῆς ... ἐγκεχειρίσμεθα Hdn.8.7.5, cf. <i>PYoutie</i> 67.36 (III d.C.), <i>PBeatty Panop</i>.1.376 (III d.C.), Didym.<i>Gen</i>.90.18, <i>PWash.Univ</i>.7.6 (V/VI d.C.).
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχειρίζω Medium diacritics: ἐγχειρίζω Low diacritics: εγχειρίζω Capitals: ΕΓΧΕΙΡΙΖΩ
Transliteration A: encheirízō Transliteration B: encheirizō Transliteration C: egcheirizo Beta Code: e)gxeiri/zw

English (LSJ)

Att. fut. -

   A ῐῶ X.Oec.8.10: pf. ἐγκεχείρικα Plu.Phoc.34:—put into one's hands, entrust, τί τινι or τινά τινι, Hdt.5.92.γ', Th.2.67, etc.; τὰς ἀρχὰς ἐ. τινί Hdt.5.72, cf. Arist.Pol.1305a16, prob. in Thphr.Char.30.15; ἐ. τινί τὴν φυλακήν Arist.Pol.1306a22; ἐ. ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Antipho 2.4.1, etc.:—Pass., to be entrusted, τινί to one, Plb.5.44.1; τὴν ἐγχειρισθεῖσαν ἑαυτῷ πίστιν IG22.1028.72; ἡ -ισθεῖσά τινι χρεία PFlor.2.9 (iii A.D.); but ἐγχειρίζεσθαί τι to be entrusted with a thing, Luc. Prom.3, Am.39, Hdn.1.12.3, etc.: c. inf., διοικεῖν τὰ τῆς ἀρχῆς ἐγκεχειρίσμεθα we have been entrusted with the administration of the government, Id.8.7.5:—Med., take in hand, encounter, κινδύνους Th. 5.108, D.C.Fr.29.6, v.l. in S.E.P.1.91.    II treat surgically, Hippiatr. 18.

German (Pape)

[Seite 713] einhändigen, anvertrauen; τὰς ἀρχάς τινι Her. 5, 72; ἀργύριόν τινι Dem. 30, 20; τοῖς ἱερεῦσι τὰ θύματα Plat. Legg. X, 909 e; αὑτούς τινι, überliefern, Xen. An. 3, 2, 8; ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Antiph. II δ 1; pass., Μεσσήνης αὐτοῖς ἐγχειριζομένης Pol. 1, 10, 8, öfter; τὴν νομὴν τῶν κρεῶν ἐγχειρισθείς, da ihm die Theilung übertragen, Luc. Prom. 3; Hdn. 3, 4, 12 ἣν ἐγκεχείριστο φρουράν; 2, 5, 4 u. a. Sp. – Med., ἐγχειρίσασθαι κινδύνους Thuc. 5, 108, Gefahren über sich nehmen; c. inf., D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, πρκμ. ἐγκεχείρικα Πλουτ. Φωκ. 34: - θέτω εἰς τὰς χεῖράς τινος, παραδίδω, ἐγχειρίζω, ἐμπιστεύομαι, τί τινι ἢ τινά τινι Ἡρόδ. 1. 111., 5. 92, 3, Θουκ. 2. 67· τὰς ἀρχὰς ἐγχ. τινὶ Ἡρόδ. 5. 71, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 8· οὕτως ἐγχ. τινὶ μόνον (παραλειπομένου τοῦ ἀρχὴν) αὐτόθι 5. 6, 12· ἐγχ. ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Ἀντιφῶν 119. 20· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. - Παθ., ἐγχειρίζομαι, παραδίδομαι, τινὶ Πολύβ. 5. 44, 1· ἀλλά, ἐγχειρίζεσθαί τι, μοὶ ἐμπιστεύεταί τίς τι, Λουκ. Προμ. 3, Ἔρωτ. 39, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ., διοικεῖν τὰ τῆς ἀρχῆς ἐγκεχειρίσμεθα, ἐνεπιστεύθησαν εἰς ἡμᾶς τὴν διοίκησιν τῆς ἀρχῆς, Ἡρωδιαν. 8. 7, 12: - Μέσ., ἀναλαμβάνω, ἀναδέχομαι, ἐπιχειρῶ, κινδύνους... ἐγχειρίσασθαι Θουκ. 5. 108, Δίων Κ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. att. ἐγχειριῶ, ao. ἐνεχείρισα, pf. ἐγκεχείρικα;
mettre en main, remettre, livrer : τί τινι qch à qqn ; τινά τινι une personne à qqn ; τινι αὑτὸν ἐγχ. XÉN se remettre entre les mains de qqn, se livrer à qqn;
Moy. ἐγχειρίζομαι prendre sur soi ; s’exposer à (un danger), acc..
Étymologie: ἐν, χείρ.

Spanish (DGE)

I 1poner en manos de, confiar, entregar c. dat. de pers. τοὺς ἄνδρας ἐγχειρίσαι σφίσιν Th.2.67, τούτοις ἐγχειρίσας ἐμαυτόν Luc.Icar.5, cf. D.19.324, Arist.Pol.1306a22, Plb.2.51.6, 3.67.6, ἐ. σοι ... τὸν ἀδελφόν Gr.Naz.Ep.150.3, cf. Anon.Decl.Par.46
fig. τῇ ἀτυχίᾳ ... ἐμαυτὸν ἐ. me pongo en manos del infortunio Antipho 2.4.1
c. ac. de cosa o abstr. τὰ βυβλία τῷ Ἀρταφρένεϊ Hdt.6.4, cf. 5.92γ, τοῖσι Ἰσαγόρεω στασιώτῃσι τὰς ἀρχὰς Hdt.5.72, cf. IG 9(2).1103.13 (Magnesia II a.C.), τηλικαύτην κρίσιν ἐγκεχειρικότος τῷ δήμῳ τοῦ βασιλέως Plu.Phoc.34, τούτῳ τὴν πόλιν Plb.1.11.4, en v. pas. τὰ ... ἱπποφόρβια ... Μήδοις ἐγκεχείρισται Plb.5.44.1, διὰ τῶν ἐνκεχιρισμένων αὐτῶι ἀρχήων ὑπὸ τῆς πατρίδος Sardis 8.54 (I a.C.), παραλαβὼν τὴν ἐ[γ] χειρισθεῖσαν ἑαυτ[ῷ πί] στιν ὑπὸ τοῦ δήμου aceptando la confianza depositada en él por el pueblo, IG 22.1028.72 (II/I a.C.), cf. Milet 1(3).154.21 (II a.C.), IG 12(9).235.4 (Eretria I a.C.), Luc.Prom.3, τῆς ἐγχειρισθείσης αὐτῷ χρείας PFlor.2.9 (III d.C.), cf. Vett.Val.344.2, CPR 17A.12.11, 13.11 (ambos IV d.C.).
2 c. inf. facilitar τὸ εἰδέναι ὅπου ἕκαστόν ἐστι ταχὺ ἐγχειριεῖ facilitará saber dónde está cada cosa al momento X.Oec.8.10.
3 medic. tratar quirúrgicamente, operar δεῖ τοὺς ἐπιγινομένους λίθους ἐν ταῖς γνάθοις ἐγχειρίζειν Hippiatr.18.4.
II en v. med. tomar sobre sí, asumir c. ac. de abstr. o inf. ἐγχειρίσασθαι αὐτούς (τοὺς κινδύνους) Th.5.108, ἀναγκαῖα πάντα ὅσα ἐνεχειρίσαντο D.C.29.6, ἄλλο τι ἄλλη τῶν ὑπηρετουσῶν ἐγκεχείρισται cada una se encarga de un cometido diferente Luc.Am.39, cf. Hdn.1.12.3, διοικεῖν καὶ διέπειν τὰ τῆς ἀρχῆς ... ἐγκεχειρίσμεθα Hdn.8.7.5, cf. PYoutie 67.36 (III d.C.), PBeatty Panop.1.376 (III d.C.), Didym.Gen.90.18, PWash.Univ.7.6 (V/VI d.C.).