ἀναξηραντικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τῷ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν → in the fact that there is no rain to speak of at the usual season for rain
(Bailly1_1) |
(big3_4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre à dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναξηραίνω]]. | |btext=ή, όν :<br />propre à dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναξηραίνω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[desecativo]], [[secante]] (νάρδος) τῆς γλώττης ἀναξηραντική Dsc.1.7, μηλίνη Λευκίου ἀ. παντὸς ῥεύματος Crito en Gal.12.488, τῆς πικρότητος ... [[δύναμις]] ἀ. Plu.2.624d. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for drying, Dsc.1.7, Crito ap.Gal.12.488, Plu.2.624d.
German (Pape)
[Seite 200] austrocknend, δύναμις Plut. Symp. 1, 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξηραντικός: -ή, -όν, ὁ ἀναξηραίνων, ὁ προξενῶν ἀναξήρανσιν Πλούτ. 2. 624 D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à dessécher.
Étymologie: ἀναξηραίνω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
desecativo, secante (νάρδος) τῆς γλώττης ἀναξηραντική Dsc.1.7, μηλίνη Λευκίου ἀ. παντὸς ῥεύματος Crito en Gal.12.488, τῆς πικρότητος ... δύναμις ἀ. Plu.2.624d.