ἀκροκώλιον: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(6_21) |
(big3_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκροκώλιον''': τό, [[μάλιστα]] κατὰ πληθ. = τὰ [[ἄκρα]] τοῦ σώματος, ἰδίως ἐπὶ ζῴων, τὸ [[ῥύγχος]], τὰ ὦτα, οἱ πόδες, Λατ. trunculi, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 14, Τηλεκλείδ. Ἄδηλ. 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 109, Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 2, Ἀριστ. Προβλ. 23, 40. 1, κτλ. Τὸ ἑνικὸν παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κορινθίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Κυβευταῖς» 1, Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» Ι. 9. | |lstext='''ἀκροκώλιον''': τό, [[μάλιστα]] κατὰ πληθ. = τὰ [[ἄκρα]] τοῦ σώματος, ἰδίως ἐπὶ ζῴων, τὸ [[ῥύγχος]], τὰ ὦτα, οἱ πόδες, Λατ. trunculi, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 14, Τηλεκλείδ. Ἄδηλ. 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 109, Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 2, Ἀριστ. Προβλ. 23, 40. 1, κτλ. Τὸ ἑνικὸν παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κορινθίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Κυβευταῖς» 1, Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» Ι. 9. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀκρόκωλον]] Veg.<i>Mul</i>.2.47.1<br />[[extremidad]], [[miembro]]del cuerpo de los animales (incluidos morro y orejas), Hp.<i>Vict</i>.3.75, Telecl.48, Ar.<i>Fr</i>.4, Archipp.10, Arist.<i>Pr</i>.935<sup>b</sup>38, Antiph.124.1, <i>Didyma</i> 482.4 (III a.C.), <i>IEphesos</i> 1263, Alex.123, Cael.Aur.<i>CP</i> 1.11.94, Veg.l.c. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
τό, mostly pl.,
A extremities of body, esp. of animals, snout, ears, trotters, Hp.Vict.3.75, Pherecr.108.14, Telecl.48, Ar.Fr. 4, Archipp.11, Arist.Pr.935b38, etc.: sg., Antiph.126, Alex.118, Eub.7.
German (Pape)
[Seite 83] τό, besonders im plur. die äußersten Gliedmaßen, oft bei Athen., s. III c. 49 Beisp. der com.; bes. der Rüssel, die Ohren, Füße der Schweine (dah. ὕειον) als Speise bereitet, trunculi, Celsus.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροκώλιον: τό, μάλιστα κατὰ πληθ. = τὰ ἄκρα τοῦ σώματος, ἰδίως ἐπὶ ζῴων, τὸ ῥύγχος, τὰ ὦτα, οἱ πόδες, Λατ. trunculi, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 14, Τηλεκλείδ. Ἄδηλ. 13, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 109, Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 2, Ἀριστ. Προβλ. 23, 40. 1, κτλ. Τὸ ἑνικὸν παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κορινθίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Κυβευταῖς» 1, Εὔβουλ. ἐν «Ἀμαλθείᾳ» Ι. 9.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): ἀκρόκωλον Veg.Mul.2.47.1
extremidad, miembrodel cuerpo de los animales (incluidos morro y orejas), Hp.Vict.3.75, Telecl.48, Ar.Fr.4, Archipp.10, Arist.Pr.935b38, Antiph.124.1, Didyma 482.4 (III a.C.), IEphesos 1263, Alex.123, Cael.Aur.CP 1.11.94, Veg.l.c.