ἀκροβυστία: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(Bailly1_1)
(big3_2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />prépuce.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρόβυστος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />prépuce.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκρόβυστος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[prepucio]] LXX <i>Ge</i>.17.11, Ph.<i>Fr</i>.49.<br /><b class="num">2</b> [[incircuncisión]], [[condición de incircunciso e.e. de no judío, de gentil]] op. περιτομή <i>Ep.Rom</i>.2.25<br /><b class="num">•</b>como colect. ἐὰν ... ἡ ἀ. τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ <i>Ep.Rom</i>.2.26, cf. Hippol.<i>Haer</i>.5.26.27.
}}
}}

Revision as of 12:10, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβυστία Medium diacritics: ἀκροβυστία Low diacritics: ακροβυστία Capitals: ΑΚΡΟΒΥΣΤΙΑ
Transliteration A: akrobystía Transliteration B: akrobystia Transliteration C: akrovystia Beta Code: a)krobusti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A foreskin, LXX Ge.17.11, al., Ph.Fr.49 H., Act.Ap.11.3.    II state of having the foreskin, uncircumcision, Ep.Rom.2.25, etc.    2 collect., the uncircumcised, ib.2.26, 3.30, etc. (Prob. from ἄκρος and a Semitic root, cf. Bab. buśtu 'pudenda', Heb. bōsheth 'shame': wrongly derived from ἄκρος, βύω by EM53.48.)

German (Pape)

[Seite 83] ἡ, Vorhaut, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβυστία: ἡ, ἡ ἄκρα τοῦ δέρματος τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδίου, Λατ. praeputium, Ἑβδ., Πράξ. Ἀπ. ια΄, 3. ΙΙ. ἡ κατάστασις τοῦ ἔχοντος τὴν ἀκροβυστίαν, τὸ ἀπερίτμητον εἶναι, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β´, 25, κτλ. 2) περιληπτ., ἡ ἀκροβυστία, οἱ μὴ περιτετμημένοι, αὐτόθι β´, 26., γ´, 30, κτλ. (Λέξις ἄγνωστος τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησιν, οἵτινες ἔλεγον ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον ἐκ τοῦ πόσθη· ὥστε εἶναι πολὺ πιθανὸν ὅτι οἱ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ Ἑλληνισταὶ τὴν πόσθην μετέβαλον εἰς βύστην καὶ οὕτως ἐσχηματίσθη ἡ ἀκροβυστία ἀντὶ τοῦ ἀκροποσθία).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prépuce.
Étymologie: ἀκρόβυστος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 prepucio LXX Ge.17.11, Ph.Fr.49.
2 incircuncisión, condición de incircunciso e.e. de no judío, de gentil op. περιτομή Ep.Rom.2.25
como colect. ἐὰν ... ἡ ἀ. τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ Ep.Rom.2.26, cf. Hippol.Haer.5.26.27.