ἀμορβός: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(6_14)
(big3_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμορβός''': ὁ, [[ἀκόλουθος]], [[ὑπηρέτης]], Spanh. Κάλλ. εἰς Ἄρτ. 45: [[κυρίως]], [[βοσκός]], [[ποιμήν]], [[χοιροβοσκός]], Ὀππ. Κ. 1. 132, Νικ. Θ. 49: πρβλ. [[ἀμορβάς]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[σκοτεινός]], Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 28· σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ ἀμορβῷ [[εἶναι]] διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμολγῷ, παρ’ Ὁμ. (Ὁλόκληρος οἰκογένεια τῶν λέξεων τούτων [[εἶναι]] ἀμφιβόλου ἐτυμολογίας, εὕρηται δὲ μόνον παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς).
|lstext='''ἀμορβός''': ὁ, [[ἀκόλουθος]], [[ὑπηρέτης]], Spanh. Κάλλ. εἰς Ἄρτ. 45: [[κυρίως]], [[βοσκός]], [[ποιμήν]], [[χοιροβοσκός]], Ὀππ. Κ. 1. 132, Νικ. Θ. 49: πρβλ. [[ἀμορβάς]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[σκοτεινός]], Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 28· σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ ἀμορβῷ [[εἶναι]] διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμολγῷ, παρ’ Ὁμ. (Ὁλόκληρος οἰκογένεια τῶν λέξεων τούτων [[εἶναι]] ἀμφιβόλου ἐτυμολογίας, εὕρηται δὲ μόνον παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς).
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[seguidor]], [[servidor]] Call.<i>Dian</i>.45, cf. <i>Et.Gen</i>.666<br /><b class="num">•</b>[[secuaz]] Κεφάλοιο καὶ Ἀμφιτρύωνος ἀμορβοί Euph.38C.57.<br /><b class="num">2</b> pastor Call.<i>Fr</i>.301, Nic.<i>Th</i>.49, Opp.<i>C</i>.1.132.
}}
}}

Revision as of 12:12, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμορβός Medium diacritics: ἀμορβός Low diacritics: αμορβός Capitals: ΑΜΟΡΒΟΣ
Transliteration A: amorbós Transliteration B: amorbos Transliteration C: amorvos Beta Code: a)morbo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A follower, attendant, Call.Dian.45: esp. herdsman, shepherd, Id.Hec.6, Nic. Th.49, Opp.C.1.132.    II as Adj., dark, Sch.Nic.Th.28; and ἀμορβῷ is v.l. for ἀμολγῷ, Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμορβός: ὁ, ἀκόλουθος, ὑπηρέτης, Spanh. Κάλλ. εἰς Ἄρτ. 45: κυρίως, βοσκός, ποιμήν, χοιροβοσκός, Ὀππ. Κ. 1. 132, Νικ. Θ. 49: πρβλ. ἀμορβάς. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., σκοτεινός, Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 28· σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ ἀμορβῷ εἶναι διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμολγῷ, παρ’ Ὁμ. (Ὁλόκληρος οἰκογένεια τῶν λέξεων τούτων εἶναι ἀμφιβόλου ἐτυμολογίας, εὕρηται δὲ μόνον παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 seguidor, servidor Call.Dian.45, cf. Et.Gen.666
secuaz Κεφάλοιο καὶ Ἀμφιτρύωνος ἀμορβοί Euph.38C.57.
2 pastor Call.Fr.301, Nic.Th.49, Opp.C.1.132.