ἀποκαπνισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_15) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκαπνισμός''': ὁ, τὸ ἀποκαπνίζειν, [[κάπνισμα]] (πρὸς κάθαρσιν) Διοσκ. 3. 126. | |lstext='''ἀποκαπνισμός''': ὁ, τὸ ἀποκαπνίζειν, [[κάπνισμα]] (πρὸς κάθαρσιν) Διοσκ. 3. 126. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[fumigación]] Dsc.3.112 (var.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A fumigation (v.l.for ὑπο-), Dsc.3.112.
German (Pape)
[Seite 305] ὁ, Einräucherung, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαπνισμός: ὁ, τὸ ἀποκαπνίζειν, κάπνισμα (πρὸς κάθαρσιν) Διοσκ. 3. 126.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fumigación Dsc.3.112 (var.).