ἀρτέομαι: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(Bailly1_1)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />être préparé ; être prêt.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἀραρίσκω]].
|btext=-οῦμαι;<br />être préparé ; être prêt.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἀραρίσκω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=jón. [[prepararse]], [[aprestarse a]] πολεμέειν Hdt.5.120, ἐς πόλεμον Hdt.8.97, ναυμαχίην Hdt.7.143.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de la raíz *<i>H2er</i>- que da lugar a [[ἀραρίσκω]], etc., y c. suf. -<i>t</i>-.
}}
}}

Revision as of 12:17, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτέομαι Medium diacritics: ἀρτέομαι Low diacritics: αρτέομαι Capitals: ΑΡΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: artéomai Transliteration B: arteomai Transliteration C: arteomai Beta Code: a)rte/omai

English (LSJ)

Ion. Verb, Pass.,

   A to be prepared, make ready, c. inf., οἱ δὲ αὖτις πολεμέειν . . ἀρτέοντο Hdt.5.120; ἀρτέετο ἐς πόλεμον Id.8.97.    II Med., c. acc., οἳ οὐκ ἔων ναυμαχίην ἀρτέεσθαι Id.7.143. (Cf. ἀν-, παρ-αρτέομαι. Akin to ἀρτίζομαι, not to ἀρτάομαι.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτέομαι: μόνον ἐν τῷ παθητικῷ τύπῳ, παρασκευάζομαι, ἑτοιμάζομαι, μετ’ ἀπαρεμ., οἱ δὲ αὖτις πολεμεῖν... ἀρτέοντο Ἡρόδ. 5. 120· ὡσαύτως, ἀρτέετο ἐς πόλεμον 8. 97· - μετ’ αἰτ., οἳ οὐκ ἔων ναυμαχίην ἀρτέεσθαι (πρβλ. ναυμαχίην παρασκευασαμένους, ὀλίγον ἀνωτέρω), 7. 143· - τὸ ῥῆμα τοῦτο δυσκόλως δύναται νὰ εἶναι Ἰων. τύπος τοῦ ἀρτάομαι, μεθ’ οὗ οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν κατὰ τὴν σημασίαν, καθότι εἶναι ἀκριβῶς ταὐτόσημον τῷ ἀρτύομαι ἢ ἀρτίζομαι: - ἀπαντᾷ ὡσαύτως καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις ἀν-, παρ-, αρτέομαι, πρβλ. Veitch ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être préparé ; être prêt.
Étymologie: DELG ἀραρίσκω.

Spanish (DGE)

jón. prepararse, aprestarse a πολεμέειν Hdt.5.120, ἐς πόλεμον Hdt.8.97, ναυμαχίην Hdt.7.143.

• Etimología: Deriv. de la raíz *H2er- que da lugar a ἀραρίσκω, etc., y c. suf. -t-.