γαστριμαργία: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
(Bailly1_1)
(big3_9)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />gloutonnerie.<br />'''Étymologie:''' [[γαστήρ]], [[μάργος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />gloutonnerie.<br />'''Étymologie:''' [[γαστήρ]], [[μάργος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hp.<i>Int</i>.6<br />[[ingestión excesiva]], [[glotonería]], [[gula]] γ. ἰχθύων κεφάλων καὶ ἐγχελύων Hp.l.c., ὅπως μὴ ... διὰ γαστριμαργίαν ἀφιλόσοφον καὶ ἄμουσον πᾶν ἀποτελοῖ τὸ γένος Pl.<i>Ti</i>.73a, cf. <i>Phd</i>.81e, <i>Phdr</i>.238b, Arist.<i>EE</i> 1231<sup>a</sup>19, Plu.2.124e, 996e, Plot.3.6.5, LXX 4<i>Ma</i>.1.3, οἱ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑπὸ γαστριμαργίας πλήσαντες ἑαυτούς Plot.5.5.11, cf. Luc.<i>Am</i>.42, γ., ἡ τῶν πάντων κακῶν χορηγός <i>Corp.Herm</i>.6.3.15, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.97, Eus.Mynd.9, οὐδὲν γαστριμαργίας χεῖρον, οὐδὲν αἰσχρότερον Chrys.M.59.251, cf. 60.718, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.2.81, ἵνα διὰ τῆς γαστριμαργίας ἡ [[διδασκαλία]] τοῦ λόγου κρατύνηται Apollon. en Eus.<i>HE</i> 5.18.2, κενοδοξία καὶ γ. Cyr.Al.M.77.1089A, cf. Gr.Nyss.<i>Mort</i>.55.22, Chrys.M.59.760, 61.782.
}}
}}

Revision as of 12:21, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαστρῐμαργία Medium diacritics: γαστριμαργία Low diacritics: γαστριμαργία Capitals: ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΑ
Transliteration A: gastrimargía Transliteration B: gastrimargia Transliteration C: gastrimargia Beta Code: gastrimargi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A gluttony, Hp.Int.6, Pl.Phd.81e (pl.), Eus.Mynd.9, Andronic. Rhod.p.572 M.; pl., Luc.Am.42.

German (Pape)

[Seite 476] ἡ, Gefräßigkeit, Schlemmerei, Hippocr.; Plat. Tim. 73 a u. öfter; Luc. Amor. 42; mit λαιμαργία vrbdn Ath. X, 412 d.

Greek (Liddell-Scott)

γαστρῐμαργία: ἡ, λαιμαργία, ἀδηφαγία, Ἱππ. 534. 20, Πλάτ. Φαίδωνι 81E, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gloutonnerie.
Étymologie: γαστήρ, μάργος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Int.6
ingestión excesiva, glotonería, gula γ. ἰχθύων κεφάλων καὶ ἐγχελύων Hp.l.c., ὅπως μὴ ... διὰ γαστριμαργίαν ἀφιλόσοφον καὶ ἄμουσον πᾶν ἀποτελοῖ τὸ γένος Pl.Ti.73a, cf. Phd.81e, Phdr.238b, Arist.EE 1231a19, Plu.2.124e, 996e, Plot.3.6.5, LXX 4Ma.1.3, οἱ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑπὸ γαστριμαργίας πλήσαντες ἑαυτούς Plot.5.5.11, cf. Luc.Am.42, γ., ἡ τῶν πάντων κακῶν χορηγός Corp.Herm.6.3.15, cf. Chrysipp.Stoic.3.97, Eus.Mynd.9, οὐδὲν γαστριμαργίας χεῖρον, οὐδὲν αἰσχρότερον Chrys.M.59.251, cf. 60.718, Gr.Nyss.Eun.3.2.81, ἵνα διὰ τῆς γαστριμαργίας ἡ διδασκαλία τοῦ λόγου κρατύνηται Apollon. en Eus.HE 5.18.2, κενοδοξία καὶ γ. Cyr.Al.M.77.1089A, cf. Gr.Nyss.Mort.55.22, Chrys.M.59.760, 61.782.