διαπλίσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_5)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπλίσσομαι''': ἀποθ., ἴσταμαι ἢ περιπατῶ τὰ σκέλη ἔχων διεστῶτα (πρβλ. [[πλίσσομαι]]), διαπεπλιγμένος, βασίζων μὲ ἀνοικτὰ τὰ σκέλη, Ἀρχίλ. 52· [[οὕτως]] ἐν τῇ μετοχ. ἐνεργ. πρκμ., [[στόμα]] διαπεπλῐχός, ἐντελῶς ἀνοικτόν, χαῖνον, Ἱππ. 662. 7. ― Πρβλ. [[διαπλήσσω]].Διαπλοκή<br />διαπλοκή, ἡ, [[σύμπλεξις]], Ιππ. 381. 11.
|lstext='''διαπλίσσομαι''': ἀποθ., ἴσταμαι ἢ περιπατῶ τὰ σκέλη ἔχων διεστῶτα (πρβλ. [[πλίσσομαι]]), διαπεπλιγμένος, βασίζων μὲ ἀνοικτὰ τὰ σκέλη, Ἀρχίλ. 52· [[οὕτως]] ἐν τῇ μετοχ. ἐνεργ. πρκμ., [[στόμα]] διαπεπλῐχός, ἐντελῶς ἀνοικτόν, χαῖνον, Ἱππ. 662. 7. ― Πρβλ. [[διαπλήσσω]].Διαπλοκή<br />διαπλοκή, ἡ, [[σύμπλεξις]], Ιππ. 381. 11.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> ref. a pers. [[marchar o mantenerse con las piernas abiertas]] στρατηγὸς ... διαπεπλιγμένος Archil.166.1, ἀμφικαθεζομένη καὶ διαπλίξασα Hp.<i>Mul</i>.2.195, cf. Hsch.s.uu. διαπέπλιχε, διαπεπλίχθαι.<br /><b class="num">2</b> ref. a partes del cuerpo [[estar completamente abierto]] τὰ σκέλεα ... διαπεπλιγμένα Hp.<i>Prog</i>.3, cf. Gal.19.92 (graf. διαπεπληγμένα), τὸ στόμα (τῶν μητρέων) ... διαπεπλιχός Hp.<i>Mul</i>.2.167.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπλίσσομαι Medium diacritics: διαπλίσσομαι Low diacritics: διαπλίσσομαι Capitals: ΔΙΑΠΛΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: diaplíssomai Transliteration B: diaplissomai Transliteration C: diaplissomai Beta Code: diapli/ssomai

English (LSJ)

   A stand or walk with the legs apart, διαπεπλιγμένος long-shanked, straddling, Archil.58: so in pf. part. Act., στόμα διαπεπλῐχός wide open, Hp.Mul.2.167, cf. Hsch., and v. foreg.

Greek (Liddell-Scott)

διαπλίσσομαι: ἀποθ., ἴσταμαι ἢ περιπατῶ τὰ σκέλη ἔχων διεστῶτα (πρβλ. πλίσσομαι), διαπεπλιγμένος, βασίζων μὲ ἀνοικτὰ τὰ σκέλη, Ἀρχίλ. 52· οὕτως ἐν τῇ μετοχ. ἐνεργ. πρκμ., στόμα διαπεπλῐχός, ἐντελῶς ἀνοικτόν, χαῖνον, Ἱππ. 662. 7. ― Πρβλ. διαπλήσσω.Διαπλοκή
διαπλοκή, ἡ, σύμπλεξις, Ιππ. 381. 11.

Spanish (DGE)

1 ref. a pers. marchar o mantenerse con las piernas abiertas στρατηγὸς ... διαπεπλιγμένος Archil.166.1, ἀμφικαθεζομένη καὶ διαπλίξασα Hp.Mul.2.195, cf. Hsch.s.uu. διαπέπλιχε, διαπεπλίχθαι.
2 ref. a partes del cuerpo estar completamente abierto τὰ σκέλεα ... διαπεπλιγμένα Hp.Prog.3, cf. Gal.19.92 (graf. διαπεπληγμένα), τὸ στόμα (τῶν μητρέων) ... διαπεπλιχός Hp.Mul.2.167.