διασπορά: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />dispersion.<br />'''Étymologie:''' [[διασπείρω]]. | |btext=ᾶς (ἡ) :<br />dispersion.<br />'''Étymologie:''' [[διασπείρω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ᾶς, ἡ<br /><b class="num">1</b> gener. [[dispersión como acción]] ἣν (τὴν διάλυσιν τῆς ψυχῆς) Ἐπίκουρος εἰς κενόν καὶ ἀτόμους διασπορὰν ποιῶν (la disolución del alma) que Epicuro considera una dispersión hacia el vacío y los átomos</i> Plu.2.1105a, διασποραὶ ἀτόμων Plu.2.1109f, τῆς τέφρας Plu.<i>Sol</i>.32, [[ἕνωσις]] ἐκ πολυφωνίας καὶ διασπορᾶς Clem.Al.<i>Prot</i>.9.88, ψυχική Ph.2.426, δώσω ὑμᾶς εἰς διασπορὰν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς os dispersaré por todos los reinos de la tierra</i> LXX <i>Ie</i>.41.17, <i>De</i>.28.25.<br /><b class="num">2</b> como resultado de la acción, gener. de pers. [[dispersión]], [[diáspora]] εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων <i>Eu.Io</i>.7.35, esp. ref. a los judíos διασπερῶ αὐτοὺς ἐν διασπορᾷ LXX <i>Ie</i>.15.7, ἀνέβησαν ἐκ τῆς διασπορᾶς οὗ διεσπάρησαν LXX <i>Iu</i>.5.19, ἐν διασπορᾷ μεταξὺ ἐθνῶν ὄντες <i>Const.App</i>.6.24.5, a los cristianos αἱ [[δώδεκα]] φυλαὶ αἱ ἐν τῇ διασπορᾷ <i>Ep.Iac</i>.1.1, παρεπίδημοι διασπορᾶς Πόντου 1<i>Ep.Petr</i>.1.1, como lugar de exilio τοῖς ... ἐπισκόποις οἳ νῦν εἰσιν ἐν τῇ διασπορᾷ Basil.<i>Ep</i>.195.<br /><b class="num">3</b> ref. a las personas dispersas [[diáspora]], [[comunidad de la diáspora]] judía αἱ διασποραὶ τοῦ Ισραηλ LXX <i>Ps</i>.146.2<br /><b class="num">•</b>gener. [[tropa dispersa]], [[grupo disperso de personas]] τοῦς γονεῖς ... τὴν διασπορὰν ἐπαναγαγεῖν βουλομένους Basil.<i>Ep</i>.169.<br /><b class="num">4</b> [[distribución]], [[reparto]] τῶν χρημάτων Diad.<i>Perf</i>.66. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (διασπείρω)
A scattering, dispersion, Plu.2.1105a, LXX Je.15.7; δ. ψυχική Ph.2.426. 2 collectively, = οἱ διεσπαρμένοι, LXXDe.28.25, Ev.Jo.7.35: pl., LXXPs.146(147).2.
German (Pape)
[Seite 603] ἡ, das Zerstreuen, die Zerstreuung, Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
διασπορά: ἡ, (διασπείρω) διασκόρπησις, διασκορπισμός, Πλούτ. 2. 1105Α, Ἑβδ. 2) περιληπτικῶς = οἱ διεσπαρμένοι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 35, πρβλ. Δευτερ. κη΄, 25, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
dispersion.
Étymologie: διασπείρω.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
1 gener. dispersión como acción ἣν (τὴν διάλυσιν τῆς ψυχῆς) Ἐπίκουρος εἰς κενόν καὶ ἀτόμους διασπορὰν ποιῶν (la disolución del alma) que Epicuro considera una dispersión hacia el vacío y los átomos Plu.2.1105a, διασποραὶ ἀτόμων Plu.2.1109f, τῆς τέφρας Plu.Sol.32, ἕνωσις ἐκ πολυφωνίας καὶ διασπορᾶς Clem.Al.Prot.9.88, ψυχική Ph.2.426, δώσω ὑμᾶς εἰς διασπορὰν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς os dispersaré por todos los reinos de la tierra LXX Ie.41.17, De.28.25.
2 como resultado de la acción, gener. de pers. dispersión, diáspora εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων Eu.Io.7.35, esp. ref. a los judíos διασπερῶ αὐτοὺς ἐν διασπορᾷ LXX Ie.15.7, ἀνέβησαν ἐκ τῆς διασπορᾶς οὗ διεσπάρησαν LXX Iu.5.19, ἐν διασπορᾷ μεταξὺ ἐθνῶν ὄντες Const.App.6.24.5, a los cristianos αἱ δώδεκα φυλαὶ αἱ ἐν τῇ διασπορᾷ Ep.Iac.1.1, παρεπίδημοι διασπορᾶς Πόντου 1Ep.Petr.1.1, como lugar de exilio τοῖς ... ἐπισκόποις οἳ νῦν εἰσιν ἐν τῇ διασπορᾷ Basil.Ep.195.
3 ref. a las personas dispersas diáspora, comunidad de la diáspora judía αἱ διασποραὶ τοῦ Ισραηλ LXX Ps.146.2
•gener. tropa dispersa, grupo disperso de personas τοῦς γονεῖς ... τὴν διασπορὰν ἐπαναγαγεῖν βουλομένους Basil.Ep.169.
4 distribución, reparto τῶν χρημάτων Diad.Perf.66.