δυσήνιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(6_15)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσήνιος''': -ον, ([[ἡνία]]) = τῷ προηγ., [[ἀπειθής]], [[δυσπειθής]], γυνὴ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 259α. Β. ([[ἀνία]]) = [[δυσάνιος]], εὐκόλως ἀνιώμενος, [[μικρόλυπος]], Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1108.
|lstext='''δυσήνιος''': -ον, ([[ἡνία]]) = τῷ προηγ., [[ἀπειθής]], [[δυσπειθής]], γυνὴ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 259α. Β. ([[ἀνία]]) = [[δυσάνιος]], εὐκόλως ἀνιώμενος, [[μικρόλυπος]], Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1108.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[δυσάνιος]].<br />-ον<br />[[difícil de contener con las riendas]], [[indómito]], [[fiero]] πῶλοι Epict.<i>Gnom</i>.63, Gr.Nyss.<i>Virg</i>.332.18, Ast.Am.<i>Hom</i>.10.18.1, ἵππος Poll.1.197, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.13, Basil.<i>Gent</i>.9 (p.57), Chrys.M.49.21<br /><b class="num">•</b>fig. [[irrefrenable]], [[incontrolable]] [[ἀποφορά]] Amph.<i>Or</i>.3.118, μακρὸν καὶ δυσήνιον τὸ πέλαγος Amph.<i>Or</i>.8.117<br /><b class="num">•</b>de pers. [[indómito]], [[desobediente]], [[difícil]] οὐκ ὀλίγην μοῖραν τῶν προσοικούντων βαρβάρων δυσπειθῆ καὶ δυσήνιον Them.<i>Or</i>.11.149c, παῖδες Clem.Al.<i>Paed</i>.1.11.96, c. dat. δ. νουθεσίαις Them.<i>Or</i>.34.460.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσήνιος Medium diacritics: δυσήνιος Low diacritics: δυσήνιος Capitals: ΔΥΣΗΝΙΟΣ
Transliteration A: dysḗnios Transliteration B: dysēnios Transliteration C: dysinios Beta Code: dush/nios

English (LSJ)

ον, (ἡνία) = foreg.,

   A refractory, Epict.Gnom.63; γυνὴ δυσήνιόν ἐστι (v.l. -άνιόν) Men.803.    B (ἀνία) = δυσάνιος, ill at ease, uneasy, Hp.Epid.3.17.ιά codd. δῠσ-ηνῐόχητος, ον, hard to hold in, ungovernable, Luc.Abd.17.

German (Pape)

[Seite 680] dasselbe, Sp.; Galen. und Hesych. von ἀνία, gleichsam δυσάνιος, sehr betrübt.

Greek (Liddell-Scott)

δυσήνιος: -ον, (ἡνία) = τῷ προηγ., ἀπειθής, δυσπειθής, γυνὴ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 259α. Β. (ἀνία) = δυσάνιος, εὐκόλως ἀνιώμενος, μικρόλυπος, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1108.

Spanish (DGE)

v. δυσάνιος.
-ον
difícil de contener con las riendas, indómito, fiero πῶλοι Epict.Gnom.63, Gr.Nyss.Virg.332.18, Ast.Am.Hom.10.18.1, ἵππος Poll.1.197, cf. Philostr.VA 1.13, Basil.Gent.9 (p.57), Chrys.M.49.21
fig. irrefrenable, incontrolable ἀποφορά Amph.Or.3.118, μακρὸν καὶ δυσήνιον τὸ πέλαγος Amph.Or.8.117
de pers. indómito, desobediente, difícil οὐκ ὀλίγην μοῖραν τῶν προσοικούντων βαρβάρων δυσπειθῆ καὶ δυσήνιον Them.Or.11.149c, παῖδες Clem.Al.Paed.1.11.96, c. dat. δ. νουθεσίαις Them.Or.34.460.