δύσπιστος: Difference between revisions
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
(6_17) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσπιστος''': -ον, ὁ δυσκόλως πιστεύων, [[πλήρης]] δυσπιστίας.- Ἐπίρρ. δυσπίστως ἔχειν [[πρός]] τι, δυσπιστῶ περὶ τινος, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Β. ΙΙ.δυσκόλως πιστευόμενος, Παλαίφ. 31. 2. | |lstext='''δύσπιστος''': -ον, ὁ δυσκόλως πιστεύων, [[πλήρης]] δυσπιστίας.- Ἐπίρρ. δυσπίστως ἔχειν [[πρός]] τι, δυσπιστῶ περὶ τινος, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Β. ΙΙ.δυσκόλως πιστευόμενος, Παλαίφ. 31. 2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[falto de confianza]], [[tímido]], [[apocado]]de un enamorado, Hedyle <i>SHell</i>.456.<br /><b class="num">2</b> [[poco fiable]], [[engañoso]] ἅπαν μερόπων γένος <i>Orac.Sib</i>.4.40.<br /><b class="num">3</b> [[difícil de seducir]], [[desconfiado]], [[receloso]] las fieras ante los cantos de Orfeo, D.Chr.32.64.<br /><b class="num">4</b> [[difícil de creer]] τὰ ἐπαγγέλματα Ath.Al.M.28.909B, cf. 612C, πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ δύσπιστα ὄντα, ὀκνῶ καὶ λέγειν καὶ γράφειν Pall.<i>H.Laus</i>.17.1, ὅπερ ἐστὶ δύσπιστον Palaeph.30.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[con incredulidad]], [[con desconfianza]] δ. ἔχειν mostrarse incrédulo</i> Plu.<i>Cim</i>.13, πρὸς ταῦτα Eus.<i>DE</i> 8.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard of belief, distrustful: Adv. -τως, ἔχειν πρός τι to be incredulous about a thing, Pl.Erx.405b. II Pass., hard to be believed, Vett.Val.108.13, Palaeph.30: Comp., D.Chr.32.64. III superstitious, Hsch.
German (Pape)
[Seite 687] 1) schwer glaubend, mißtrauisch; Hesych.; δυσπίστως ἔχειν πρός τι Plat. Eryx. 405 b; Sp. – 2) schwer zu glauben, unglaublich, Sp
Greek (Liddell-Scott)
δύσπιστος: -ον, ὁ δυσκόλως πιστεύων, πλήρης δυσπιστίας.- Ἐπίρρ. δυσπίστως ἔχειν πρός τι, δυσπιστῶ περὶ τινος, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Β. ΙΙ.δυσκόλως πιστευόμενος, Παλαίφ. 31. 2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1falto de confianza, tímido, apocadode un enamorado, Hedyle SHell.456.
2 poco fiable, engañoso ἅπαν μερόπων γένος Orac.Sib.4.40.
3 difícil de seducir, desconfiado, receloso las fieras ante los cantos de Orfeo, D.Chr.32.64.
4 difícil de creer τὰ ἐπαγγέλματα Ath.Al.M.28.909B, cf. 612C, πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ δύσπιστα ὄντα, ὀκνῶ καὶ λέγειν καὶ γράφειν Pall.H.Laus.17.1, ὅπερ ἐστὶ δύσπιστον Palaeph.30.
II adv. -ως con incredulidad, con desconfianza δ. ἔχειν mostrarse incrédulo Plu.Cim.13, πρὸς ταῦτα Eus.DE 8.2.