ἐνέργημα: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(6_22) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνέργημα''': τό, τὸ ἐνεργηθέν, ἡ [[ἐνέργεια]], Πολύβ. 4. 8, 7, Διόδ. 4. 51. | |lstext='''ἐνέργημα''': τό, τὸ ἐνεργηθέν, ἡ [[ἐνέργεια]], Πολύβ. 4. 8, 7, Διόδ. 4. 51. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[acto]] τὸ συνεχὲς ἐ. ἐν φυσιολογίᾳ Epicur.<i>Ep</i>.[2] 37, cf. Metrod.(?) <i>Herc</i>.831.8.8, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.295, ἐν τοῖς διαφέρουσι τῶν ἐνεργημάτων en actos diferentes</i> Plb.4.8.7, διανοίας ἐ. καὶ κίνησις [[ἀόρατος]] Aristeas 156, cf. D.L.5.29, γίνεται ... ἐκ φρονήσεως τὸ φρονεῖν ... καὶ ἀφ' ἑκάστης τῶν ἄλλων τὸ κατ' αὐτὴν ἐ. Ph.1.213, op. παθήματα Gal.7.52, Plu.<i>Pars.An</i>.5, cf. S.E.<i>P</i>.2.47, ψυχικὸν ... ἐ. καὶ οὐ φυσικόν Gal.19.170, τὰ τῶν φύσεων ἐνεργήματα Iambl.<i>Myst</i>.4.13, cf. A.D.<i>Adu</i>.204.14, Longin.39.3, μηδὲν ἐ. [[εἰκῇ]] ... ἐνεργείσθω M.Ant.4.2, Vett.Val.252.12, (ὁ δώριος τόνος) πρὸς τὰ βαρύτερα τῆς φωνῆς ἐνεργήματα χρήσιμος Aristid.Quint.23.2.<br /><b class="num">2</b> [[realización]], [[puesta en práctica de una decisión]] τὸ γὰρ ἀντιστρατεύεσθαι καὶ αἰχμαλωτίζειν ... προαιρέσεώς ἐστιν ἐνεργήματα Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.212.28<br /><b class="num">•</b>fil. [[acto]], [[realización en acto]] νοῦς δὲ ἐ.· ὥστε ἐ. [[αὐτός]] el Uno, Plot.6.8.16, cf. 9.2.<br /><b class="num">3</b> [[suceso]], [[acontecimiento]] τῶν δ' ἐνεργημάτων ὑπὲρ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν φανέντων de los actos de Medea, Dionys.Scyt.36.62, τὰ συμβαίνοντά σοι ἐνεργήματα <i>Ep.Barn</i>.19.6c.<br /><b class="num">4</b> [[función]] τοῦ ... ἀναγωγοῦ τὸ ἐ. la función de la (causa) elevativa</i> Procl.<i>Inst</i>.158.<br /><b class="num">II</b> de tipo sobrenatural<br /><b class="num">1</b> [[poder]], [[acto de tipo divino o mágico]] ἐνεργήματα δυνάμεων poderes milagrosos</i> 1<i>Ep.Cor</i>.12.10, cf. <i>A.Io.Oxy</i>.34, τὰ θεῖα ἐνεργήματα Clem.Al.<i>Strom</i>.6.16.137, cf. Origenes <i>Io</i>.20.36 (p.376.35), <i>Const.App</i>.2.43.3, Cyr.Al.<i>Inc.Unigen</i>.713a, ἔχεις τὴν τελετὴν τοῦ μεγίστου καὶ θείου ἐνεργήματος <i>PMag</i>.12.317, cf. 1.194.<br /><b class="num">2</b> astrol. [[poder de acción]], [[influjo]] ἡ ἐν τοῖς ἐνεργήμασι σύγκρασις Ptol.<i>Tetr</i>.2.9.19. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A action, activity, operation, Plb. 4.8.7, D.S.4.51 (of the labours of Heracles), Ph.1.213, M.Ant.4.2, Procl.Inst.158, al.: pl., φύσεων Iamb.Myst.4.13; opp. πάθος, Stoic. 2.59, cf. 3.134, Chrysipp.ib.2.295. 2 realized object, [νοῦς] αὑτοῦ ἐ. Plot.6.8.16, cf.6.9.2. 3 dub. for ἐνάργημα, Epicur.Ep.1p.4U.; τὸ κατὰ φιλοσοφίαν ἐ. Metrod.Herc.831.8, cf.Phld.Po.2.68.
German (Pape)
[Seite 838] τό, das Bewirkte, die That; Pol. 4, 8, 7; τὰ περὶ τὰς πράξεις ἐνεργήματα 2, 42, 7; a. Sp., wie D. Sic. 4, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνέργημα: τό, τὸ ἐνεργηθέν, ἡ ἐνέργεια, Πολύβ. 4. 8, 7, Διόδ. 4. 51.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1acto τὸ συνεχὲς ἐ. ἐν φυσιολογίᾳ Epicur.Ep.[2] 37, cf. Metrod.(?) Herc.831.8.8, Chrysipp.Stoic.2.295, ἐν τοῖς διαφέρουσι τῶν ἐνεργημάτων en actos diferentes Plb.4.8.7, διανοίας ἐ. καὶ κίνησις ἀόρατος Aristeas 156, cf. D.L.5.29, γίνεται ... ἐκ φρονήσεως τὸ φρονεῖν ... καὶ ἀφ' ἑκάστης τῶν ἄλλων τὸ κατ' αὐτὴν ἐ. Ph.1.213, op. παθήματα Gal.7.52, Plu.Pars.An.5, cf. S.E.P.2.47, ψυχικὸν ... ἐ. καὶ οὐ φυσικόν Gal.19.170, τὰ τῶν φύσεων ἐνεργήματα Iambl.Myst.4.13, cf. A.D.Adu.204.14, Longin.39.3, μηδὲν ἐ. εἰκῇ ... ἐνεργείσθω M.Ant.4.2, Vett.Val.252.12, (ὁ δώριος τόνος) πρὸς τὰ βαρύτερα τῆς φωνῆς ἐνεργήματα χρήσιμος Aristid.Quint.23.2.
2 realización, puesta en práctica de una decisión τὸ γὰρ ἀντιστρατεύεσθαι καὶ αἰχμαλωτίζειν ... προαιρέσεώς ἐστιν ἐνεργήματα Gr.Nyss.Apoll.212.28
•fil. acto, realización en acto νοῦς δὲ ἐ.· ὥστε ἐ. αὐτός el Uno, Plot.6.8.16, cf. 9.2.
3 suceso, acontecimiento τῶν δ' ἐνεργημάτων ὑπὲρ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν φανέντων de los actos de Medea, Dionys.Scyt.36.62, τὰ συμβαίνοντά σοι ἐνεργήματα Ep.Barn.19.6c.
4 función τοῦ ... ἀναγωγοῦ τὸ ἐ. la función de la (causa) elevativa Procl.Inst.158.
II de tipo sobrenatural
1 poder, acto de tipo divino o mágico ἐνεργήματα δυνάμεων poderes milagrosos 1Ep.Cor.12.10, cf. A.Io.Oxy.34, τὰ θεῖα ἐνεργήματα Clem.Al.Strom.6.16.137, cf. Origenes Io.20.36 (p.376.35), Const.App.2.43.3, Cyr.Al.Inc.Unigen.713a, ἔχεις τὴν τελετὴν τοῦ μεγίστου καὶ θείου ἐνεργήματος PMag.12.317, cf. 1.194.
2 astrol. poder de acción, influjo ἡ ἐν τοῖς ἐνεργήμασι σύγκρασις Ptol.Tetr.2.9.19.