ἰός: Difference between revisions

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source
(SL_1)
(eksahir)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῑός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[venom]] met. [[δύο]] δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι i. e. [[honey]] (O. 6.47)
|sltr=<b>ῑός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[venom]] met. [[δύο]] δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι i. e. [[honey]] (O. 6.47)
}}
{{eles
|esgtx=[[veneno]]
}}
}}

Revision as of 10:28, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰός Medium diacritics: ἰός Low diacritics: ιός Capitals: ΙΟΣ
Transliteration A: iós Transliteration B: ios Transliteration C: ios Beta Code: i)o/s

English (LSJ)

(A) [ῑ], ὁ, pl. ἰοί, heterocl.

   A ἰά Il.20.68 (Cypr., acc. to AB1095):— arrow, ἰὸν ἕηκε Il.1.48; βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ 8.514, cf. A.Pers.461; ἧκεν κομήτην ἰόν S.Tr.567. (Cf. Skt. í[snull ] 'arrow'.)
ἰός (B) [ῑ], ὁ,

   A poison, as of serpents, A.Eu.478, S.Tr.771, E.Ion 1015, Plu.2.562c, etc.; venom of a mad dog, Ruf.Fr.118; ἰὸς ἀμεμφὴς μελισσῶν, of honey with which snakes fed Iamos, Pi.O.6.47: metaph., of envy, A.Ag.834. (Cf. Skt. vi[snull ]ám 'poison', Lat. vīrus.)
ἰός (C) [ῑ], ὁ,

   A rust on iron, or verdigris on copper and bronze, Sapph.141 (dub.), Thgn.451, Pl.R.609a, Ti.59c, Theoc.16.17; ἰ. σιδήρου Dsc.5.80; ἰ. χαλκοῦ Hp.Mul.1.75, Dsc.5.79, Gal.12.218; patina on bronze statues, ὅπως καθαρὸς ἰοῦ ἔσται ὁ ἀνδριάς SIG284.15 (Chios, iv B.C.), cf. Plu.2.395b. (Perh. identical with ἰός B.)
ἰός [ῐ], ἴᾰ, ἰόν,

   A one, commonest in fem. (v. εἷς): neut. ἰῷ κίον ἤματι Il.6.422: masc. dat. ἰῷ, = ἐκείνῳ, Leg.Gort.8.8; but, = ἑνί, ib.7.23; acc., τόν γ' ἰὸν ἐνιαυτόν the same year, IG5(1).1390.126 (Andania, i B.C.); ἰός, = μόνος, acc. to Trypho ap.A.D.Pron.56.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἰός: ῑ, ὁ, πληθ. ἰοί, ἀλλ’ ὡσαύτως ἑτερογεν. ἰά, Ἰλ. Υ. 68: ― βέλος, ἰὸν ἔηκε Ἰλ. Α. 48˙ βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Θ. 514˙ οὕτω παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 461˙ ἧκεν κομήτην ἰόν, ἔρριψε πτερωτὸν βέλος, Σοφ. Τρ. 567. ΙΙ. σκωρία, ἰδίως ἡ τοῦ σιδήρου ἢ τοῦ χαλκοῦ, Λατ. ferrugo, aerugo, Θέογν. 451, Πλάτ. Πολ. 609Α, Τίμ. 59C, Θεόκρ. 16. 17. 2) δηλητήριον, οἷον τὸ τῶν ὄφεων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 834, Εὐμ. 478, Σοφ. Τρ. 771, Εὐρ. Ἴων 1015, Πλούτ. 2. 562C, κλ.˙ ὁ Πίνδ. περὶ μέλιτος λέγει, ἰὸς ἀμεμφὴς μελισσῶν, ἀλλ’ ἀναφορικῶς πρὸς τοὺς δράκοντας τοὺς θρέψαντας τὸν Ἴαμον, Ο. 6. 79. (Αἱ δύο λέξεις παράγονται ἐκ διαφόρων ῥιζῶν˙ ἡ πρώτη αὐτῶν εἶναι = τῷ Σανσκρ. ishus (βέλος), ἡ δὲ δευτέρα = τῷ Σανσκρ. vishas, visham, Λατ. vi-rus, δηλητήριον.)

French (Bailly abrégé)

1ἰοῦ (ὁ) :
plur. irrég. ἰά;
trait, javelot.
Étymologie: cf. skr. ishus, flèche.
2ἰοῦ (ὁ) :
1 venin;
2 rouille du fer, ou du cuivre, càd vert-de-gris.
Étymologie: p. *Ϝιός, cf. lat. virus.

English (Slater)

ῑός
   1 venom met. δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι i. e. honey (O. 6.47)

Spanish

veneno