θερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(SL_1)
(strοng)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θερμαίνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[warm]], [[cheer]] [[μάλα]] δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (O. 10.87)
|sltr=[[θερμαίνω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[warm]], [[cheer]] [[μάλα]] δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (O. 10.87)
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[θέρμη]]; to [[heat]] ([[oneself]]): (be) [[warm]](-ed, [[self]]).
}}
}}

Revision as of 17:47, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμαίνω Medium diacritics: θερμαίνω Low diacritics: θερμαίνω Capitals: ΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: thermaínō Transliteration B: thermainō Transliteration C: thermaino Beta Code: qermai/nw

English (LSJ)

aor.

   A ἐθέρμηνα Il.14.7, etc., later ἐθέρμᾱνα Arist.GA730a16: pf. τεθέρμαγκα Hsch. s.v. κεχλίαγκα: pf. Pass. τεθέρμασμαι Apollod.Poliorc.147.4, Eust.1573.47, (δια-) Hp.Vict.2.64: (θερμός): —warm, heat, εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ . . Ἑκαμήδη θερμήνῃ Il.14.7; ἥλιος θερμαίνων χθόνα E.Ba.679, cf. A.Pers.505; τὸ χαλκίον θέρμαινε Eup. 108:—Med., cause to be warmed, τῇ ἐρωμένῃ χαλκία δύο ὕδατος PSI 4.406.37 (iii B.C.):—Pass., to be heated, Od.9.376, Pl.Phd.63d; τὸ θερμαῖνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου Arist.GA768b18; feel the sensation of heat, Pl.Tht.186d; to be or grow feverish, Hp.Epid.1.26.ιβ; to be parched, of roots, X.Oec.19.11.    2 metaph., θ. φιλότατι νόον Pi.O.10(11).87; ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου E.Alc.758; σπλάγχν' ἐθέρμαινον ποτῷ Id.Cyc.424; σπλάγχνα θ. κότῳ Ar.Ra.844; πολλὰ θερμαίνοι φρενί is prob. f.l. for π. θ. φρένα, A.Ch.990(1004); οὐ τοῦτο μή σε θερμήνῃ Herod.1.20:—Pass., κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται glows with hope, S.Aj.478; χαρᾷ θ. καρδίαν have one's heart warm with joy, E.El.402.

German (Pape)

[Seite 1201] erwärmen, erhitzen; εἰσόκε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θ ερμήνῃ Il. 14, 6; pass. warm, heiß werden, ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, εἵως θερμαίνοιτο Od. 9, 375, ἡλίο υ κύκλος μέσον πόρον διῆκε θερμαίνων φλογί Aesch. Pers. 497; ἥλιος θερμαίνων χθόνα Eur. Bacch. 678; ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου Alc. 761, vgl. Cycl. 423; Ggstz ψύχω, Plat. Phaed. 268 a; θερμαίνεται ὅσαπερ ἂν πρότερον ψύχηται Tim. 82 a, Folgde, die den aor. ἐθέρμανα bilden. Arist. gen. an. 1, 21. – Von Fieberhitze, Medic. – Häufig übtr., νόον φιλότητι Pind. Ol. 11, 91; bes. von der Freude, πολλοὺς ἀναιρῶν πολλὰ θερμαίνοι φρένα Aesch. Ch. 998; χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Eur. El. 402; ὅστις κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται Soph. Ai. 173; vom Zorn, μὴ προς

Greek (Liddell-Scott)

θερμαίνω: μέλλ. θερμᾰνῶ: ἀόρ. ἐθέρμηνα Ὄμ., κλ., μεταγεν. ἐθέρμᾱνα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 21, 11: παθ. πρκμ. τεθέρμασμαι (δια-) Ἱππ. 364. 1· περὶ τοῦ ἀορ. β΄ ἴδε θέρμω: (θερμός). Θερμαίνω, ζεσταίνω, εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θερμήνῃ Ἰλ. Ξ. 7· ἥλιος θερμαίνων χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 679, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 505· τὸ χαλκίον θέρμαινε Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22. ― τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, εἵως θερμαίνοιτο Ὀδ. Ι, 375· τὸ θερμαῖνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3. 18, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 6: ― αἰσθάνομαι θερμότητα, τὶ οὖν δὴ ἐκείνῳ ἀποδίδως ὄνομα, τῷ ὁρᾶν, ἀκούειν, ὀσφραίνεσθαι, ψύχεσθαι, θερμαίνεσθαι ; Πλάτ. Θεαιτ. 186D· ἔχω ἢ αἰσθάνομαι θέρμην, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 988. 2) μεταφ., μάλα δέ τοι θερμαίνει φιλότατι νόον Πίνδ. Ο.10 (11). 105· ἕως ἐθέρμην’ αὐτὸν φλὸξ οἴνου Εὐρ. Ἀλκ. 758, πρβλ. Κύκλ. 425· σπλάχνα θερμ. κότῳ Ἀριστοφ. Βατρ. 844· τὸ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 1004 ὕποπτον χωρίον: πολλὰ θερμαίνοι φρενὶ (φρένα Lobeck) ὁ Passow ἑρμηνεύει: «πολλὰ πράσσοι θερμῇ φρενί». ― Παθ., θερμαίνεσθαι ἐλπίσι Σοφ. Αἴ. 478· χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Εὐρ. Ἠλ. 402· θ. φησὶ τοὺς διαλεγομένους Πλάτ. Φαίδ. 63D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. θερμανῶ, ao. ἐθέρμηνα, postér. ἐθέρμανα, pf. inus.
Pass. ao. ἐθερμάνθην, pf. τεθέρμασμαι;
1 chauffer, échauffer ; fig. θερμαίνεσθαι ἐλπίσι SOPH être enflammé d’espérance;
2 faire sécher ; Pass. être desséché.
Étymologie: θερμός.

English (Autenrieth)

aor. subj. θερμήνῃ: warm, heat; pass., get hot, Od. 9.376.

English (Slater)

θερμαίνω
   1 warm, cheer μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (O. 10.87)

English (Strong)

from θέρμη; to heat (oneself): (be) warm(-ed, self).