πτερύγιον: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...

Source
(eksahir)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[ala]]
|esgtx=[[ala]]
}}
{{StrongGR
|strgr=neuter of a presumed derivative of [[πτέρυξ]]; a winglet, i.e. ([[figuratively]]) [[extremity]] ([[top]] [[corner]]): [[pinnacle]].
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερῠγιον Medium diacritics: πτερύγιον Low diacritics: πτερύγιον Capitals: ΠΤΕΡΥΓΙΟΝ
Transliteration A: pterýgion Transliteration B: pterygion Transliteration C: pterygion Beta Code: pteru/gion

English (LSJ)

τό, Dim. of πτέρυξ, Arist.HA615b30.    II anything like a wing.    1 in pl., fins of fish, ib.489b24, 504b30, IA714a11; of the tail-flaps of a lobster, Id.HA490a3, cf. 525b27, PA684a13, GA720b12; of certain sea-slugs, Id.HA532b22, 24; fins of the sepia and other cuttle-fish, πτερύγι' . . σηπίας ὠπτημένα Sotad.Com.1.16, cf. Alex.187.3, Arist.HA524a31, PA685b16.    2 horns of the horned owl, Id.HA597b22.    3 end or tip of the rudder, Poll.1.90; of a pole, Hsch.    4 in a building, turret or battlement, or (as others) pointed roof, peak, Ev.Luc.4.9; cf. πτέρυξ 11.7.    5 flap, fold (cf. πτέρυξ 11.4), Arist.Aud.802a39, LXXNu. 15.38, Ru.3.9, Poll.7.62; flap of a cuirass, Aen.Tact.31.8; π. κρανῶν IG22.1424a.399 (pl.).    6 in the body, part of the shoulderblade, Poll.2.177; of the ear, parts joining the temples, ib.85, Hsch.; of the nose, parts joining the cheeks, Poll.2.80, Sor.1.71, Gal.UP11.12.    7 Medic., disease of the eye when a membrane grows over it from the inner corner, Hp.Prorrh.2.20, Cels.7.7.4, Dsc.1.108, Gal. 7.732.    8 fleshy excrescence on the nails, Cels.6.19.1, Dsc.1.110, Paul.Aeg.6.85.    9 pl.,= του = πνεύμονος τοῦ λοβοῦ τὰ ἄκρα, Hsch.    10 pl., flanges holding the projector of a torsion-engine, Ph.Bel.54.23; on a κέστρος 11, Plb.27.11.4.

German (Pape)

[Seite 809] τό, dim. von πτέρυξ, kleiner Flügel, Pol. 27, 9, 4. – Fischflosse, Arist H. A. 1, 5. 2, 13. – Ein Fehler des Auges, wenn sich aus der Karunkel im innern Augenwinkel ein Fell über das Auge zieht; – auch das lieberwachsen des Fleisches über die Nägel der Finger und Zehen, bes. der großen Zehe, Medic. – Wie πτερόν, ein Theil des Tempels, die Zinne, N. T., Matth. 4, 5 Luc. 4, 9; Hesych. erklärt ἀκρωτήριον.

Greek (Liddell-Scott)

πτερύγιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ πτέρυξ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 3, περὶ Ζῴων Πορ. 17, 4. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶναι ὅμοιον πρὸς πτέρυγα, 1) ἐν τῷ πληθ., τὰ πτερύγια τῶν ἰχθύων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 5, 7., 1. 2. 13, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως τὰ πρὸς πτερύγια ὁμοιάζοντα μέρη καρκίνων τινῶν, αὐτόθι 4. 1, 7., 4. 2, 7· ― ὡσαύτως τὰ πρὸς πτερύγια παρεμφερῆ ἄκρα τῆς οὐρᾶς μαλακοστράκων τινῶν, αὐτόθι 1. 5, 10., 4. 2, 7 κἑξ., π. Ζ. Γεν. 1. 14, 2· ἢ τὰ ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 5· ― ὡσαύτως τὰ ἐπὶ τῆς οὐρᾶς ἐντόμων τινῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14· - ἐπὶ τῶν πλοκάμων τῆς σηπίας, πτερύγ’... σηπίας ὠπτημένα Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 16, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Πονήρᾳ» 3· ὡσαύτως τὸ περὶ ἅπαν τὸ σῶμα τοῦ τεύθου πτερύγιον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 16, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4.9, 15. 2) τὰ κέρατα εἴδους τινὸς γλαυκὸς ἢ τοῦ ὤτου («μπούφου», Λατ. strix otus), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 12. 3) τὰ ἄκρα τοῦ πηδαλίου, Πολυδ. Α΄, 90, Ἡσύχ. 4) ἐν οἰκοδομήματι, πύργος, ἐπάλξεις, ἢ (κατ’ ἄλλους) στέγη εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 9, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5· πτέρυξ ΙΙ. 7· - ἐν μηχανῇ τεμάχιον ξύλου προεξέχον, Πολύβ. 27, 9, 4. 5) = πτέρυξ ΙΙ. 4, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 35, Πολυδ. Ζ΄62, Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΕ΄, 37, κτλ.)· - ὅμοιον παράρτημα θώρακος, Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 251. 6) ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι, τὰ ἑκατέρωθεν τῶν ὡμοπλατῶν ὀνομάζονται πτερύγια, Πολυδ. Β΄ 177· τὸ ἐπὶ τοὺς κροτάφους ἐπικλινὲς μέρος τῶν ὤτων, δηλ. τὸ ἄνω μέρος τῶν ὤτων, αὐτόθι 85, Ἡσύχ.· ἐπὶ τῆς ῥινός, τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ ἀκρορρινίου μέρη αὐτῆς τὰ πρὸς τὰς παρειάς, Πολυδ. Β΄, 80, Γαλην. 7) ἐν τῇ ἰατρικῇ, νόσος τοῦ ὀφθαλμοῦ, καθ’ ἣν μεμβρᾶνά τις φύεται ἐπ’ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἐσωτερικοῦ κανθοῦ, Γαλην. 7. 322, Κέλσος 7. 7, 5. - Πρβλ. πτέρυξ, πτερόν ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite aile.
Étymologie: πτέρυξ.

Spanish

ala

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of πτέρυξ; a winglet, i.e. (figuratively) extremity (top corner): pinnacle.