ἀσχημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(big3_7)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[falta de forma]], [[ausencia de figura]] ὁ ἀνδριὰς ... ἐξ ἀσχημοσύνης (γίνεται) Arist.<i>Ph</i>.188<sup>b</sup>20, cf. 190<sup>b</sup>15, Plot.2.4.10, Simp.<i>in Cael</i>.129.26.<br /><b class="num">2</b> [[deformidad]] χωλεία ... ποδῶν ... ἀ. ἐστίν Pl.<i>Hp.Mi</i>.374d, ἀσχημοσύνῃ ... καὶ Ἔρωτι πρὸς [[ἀλλήλους]] ἀεὶ πόλεμος entre la deformidad y el amor siempre existe una mutua guerra</i> Pl.<i>Smp</i>.196a<br /><b class="num">•</b>[[desfiguración]], [[fealdad]] ἀ. τοῦ προσώπου Arist.<i>Pol</i>.1341<sup>b</sup>5<br /><b class="num">•</b>fig. euf. por [[excrementos]] ἐπαγαγὼν καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην σου LXX <i>De</i>.23.14.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[torpeza]], [[poca gracia]] ἀ. δεινή, δόξαν ἀβελτερίας παρεχομένη terrible falta de maña que produce efecto de simpleza</i> Pl.<i>Tht</i>.174c, cf. <i>Lg</i>.893a, op. εὐσχημοσύνη Pl.<i>R</i>.400c, 401a<br /><b class="num">•</b>[[zafiedad]] ἐπιθυμίας ... ἡμαρτημένης τε καὶ φαύλης τρία εἶναι εἴδη ... ἀσχημοσύνην, ἀσυμμετρίαν, ἀκαιρίαν Pythag.D 8 (p.476), ἀσχημοσύνης γὰρ γίνετ' ἐνίοις [[αἴτιος]] (πλοῦτος) Men.<i>Fr</i>.274.2, cf. Plu.2.235d<br /><b class="num">•</b>[[indignidad]] πᾶσαι ... αἱ μὴ μετ' αἰσχροκερδείης καὶ ἀσχημοσύνης καλαί toda la (sabiduría) que no conlleva codicia e indignidad es buena</i> Hp.<i>Decent</i>.2, διὰ τὴν ἀσχημοσύνην καὶ κολακείαν Aeschin.3.76, τὴν περὶ τὸν θάνατον ἀσχημοσύνην D.H.4.65.<br /><b class="num">2</b> [[impropiedad]] ῥημάτων Pl.<i>Lg</i>.627d.<br /><b class="num">3</b> [[indecencia]], [[obscenidad]], [[acción vergonzosa]] ἄρσενες ἐν ἄρσεσιν τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι de la homosexualidad <i>Ep.Rom</i>.1.27, αἱ ἀσχημοσύναι πᾶσαι, ὅταν ὁ νοῦς ἀποκαλύπτῃ τὰ αἰσχρά Ph.1.78, κακοποιὸς ... ἐν ἀσχημοσύναις καὶ κατακρίσεσι ποιήσει Vett.Val.60.17<br /><b class="num">•</b>ref. a la desnudez ὅπως ἂν μὴ ἀποκαλύψῃς τὴν ἀσχημοσύνην σου LXX <i>Ex</i>.20.26, cf. <i>Le</i>.18.6, ἵνα μὴ ... βλέπωσιν τὴν ἀσχημοσύνην [[αὐτοῦ]] <i>Apoc</i>.16.15.
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[falta de forma]], [[ausencia de figura]] ὁ ἀνδριὰς ... ἐξ ἀσχημοσύνης (γίνεται) Arist.<i>Ph</i>.188<sup>b</sup>20, cf. 190<sup>b</sup>15, Plot.2.4.10, Simp.<i>in Cael</i>.129.26.<br /><b class="num">2</b> [[deformidad]] χωλεία ... ποδῶν ... ἀ. ἐστίν Pl.<i>Hp.Mi</i>.374d, ἀσχημοσύνῃ ... καὶ Ἔρωτι πρὸς [[ἀλλήλους]] ἀεὶ πόλεμος entre la deformidad y el amor siempre existe una mutua guerra</i> Pl.<i>Smp</i>.196a<br /><b class="num">•</b>[[desfiguración]], [[fealdad]] ἀ. τοῦ προσώπου Arist.<i>Pol</i>.1341<sup>b</sup>5<br /><b class="num">•</b>fig. euf. por [[excrementos]] ἐπαγαγὼν καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην σου LXX <i>De</i>.23.14.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[torpeza]], [[poca gracia]] ἀ. δεινή, δόξαν ἀβελτερίας παρεχομένη terrible falta de maña que produce efecto de simpleza</i> Pl.<i>Tht</i>.174c, cf. <i>Lg</i>.893a, op. εὐσχημοσύνη Pl.<i>R</i>.400c, 401a<br /><b class="num">•</b>[[zafiedad]] ἐπιθυμίας ... ἡμαρτημένης τε καὶ φαύλης τρία εἶναι εἴδη ... ἀσχημοσύνην, ἀσυμμετρίαν, ἀκαιρίαν Pythag.D 8 (p.476), ἀσχημοσύνης γὰρ γίνετ' ἐνίοις [[αἴτιος]] (πλοῦτος) Men.<i>Fr</i>.274.2, cf. Plu.2.235d<br /><b class="num">•</b>[[indignidad]] πᾶσαι ... αἱ μὴ μετ' αἰσχροκερδείης καὶ ἀσχημοσύνης καλαί toda la (sabiduría) que no conlleva codicia e indignidad es buena</i> Hp.<i>Decent</i>.2, διὰ τὴν ἀσχημοσύνην καὶ κολακείαν Aeschin.3.76, τὴν περὶ τὸν θάνατον ἀσχημοσύνην D.H.4.65.<br /><b class="num">2</b> [[impropiedad]] ῥημάτων Pl.<i>Lg</i>.627d.<br /><b class="num">3</b> [[indecencia]], [[obscenidad]], [[acción vergonzosa]] ἄρσενες ἐν ἄρσεσιν τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι de la homosexualidad <i>Ep.Rom</i>.1.27, αἱ ἀσχημοσύναι πᾶσαι, ὅταν ὁ νοῦς ἀποκαλύπτῃ τὰ αἰσχρά Ph.1.78, κακοποιὸς ... ἐν ἀσχημοσύναις καὶ κατακρίσεσι ποιήσει Vett.Val.60.17<br /><b class="num">•</b>ref. a la desnudez ὅπως ἂν μὴ ἀποκαλύψῃς τὴν ἀσχημοσύνην σου LXX <i>Ex</i>.20.26, cf. <i>Le</i>.18.6, ἵνα μὴ ... βλέπωσιν τὴν ἀσχημοσύνην [[αὐτοῦ]] <i>Apoc</i>.16.15.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ἀσχήμων]]; an [[indecency]]; by [[implication]], the pudenda: [[shame]], [[that]] [[which]] is [[unseemly]].
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσχημοσύνη Medium diacritics: ἀσχημοσύνη Low diacritics: ασχημοσύνη Capitals: ΑΣΧΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: aschēmosýnē Transliteration B: aschēmosynē Transliteration C: aschimosyni Beta Code: a)sxhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A want of form, ἀ. καὶ ἀμορφία Arist.Ph.190b15, cf. 188b20, Simp.in Cael.129.26.    2 ungracefulness, Pl.Smp.196a, R.401a; awkwardness, Id.Tht.174c; disfigurement, τοῦ προσώπου, in playing on the flute, Arist.Pol.1341b5.    3 ἀ. φέρει brings discredit, disgrace, Id.EN1126b33.    II in moral sense, indecorum, obscene or disgraceful conduct, Ep.Rom.1.27: in pl., Ph.1.78, Vett.Val.61.31.    III euphem.for αἰδοῖον, LXX Le.18.7,al.; for ἀπόπατος, ib.De.23.13(14).

German (Pape)

[Seite 382] ἡ, Häßlichkeit, Plat. Conv. 196 a; Unschicklichkeit, Theaet. 174 c u. öfter; neben ἄῤῥυθμος Rep. III, 400 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχημοσύνη: ἡ, ἔλλειψις σχήματος, μορφῆς, ἀσχ. καὶ ἀμορφία Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 8, πρβλ. 1. 5, 5. 2) παραμόρφωσις τοῦ προσώπου ἐν τῷ αὐλεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 14· ἔλλειψις εὐσχημοσύνης, Πλάτ. Συμπ. 196Α. ΙΙ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, κακὴ διαγωγή, ἀπρεπὴς τρόπος, ὁ αὐτ. Πολ. 401Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 manque de forme;
2 difformité, laideur;
3 fig. inconvenance, indécence;
4 pudenda muliebria.
Étymologie: ἀσχήμων.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
I 1falta de forma, ausencia de figura ὁ ἀνδριὰς ... ἐξ ἀσχημοσύνης (γίνεται) Arist.Ph.188b20, cf. 190b15, Plot.2.4.10, Simp.in Cael.129.26.
2 deformidad χωλεία ... ποδῶν ... ἀ. ἐστίν Pl.Hp.Mi.374d, ἀσχημοσύνῃ ... καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος entre la deformidad y el amor siempre existe una mutua guerra Pl.Smp.196a
desfiguración, fealdad ἀ. τοῦ προσώπου Arist.Pol.1341b5
fig. euf. por excrementos ἐπαγαγὼν καλύψεις τὴν ἀσχημοσύνην σου LXX De.23.14.
II 1torpeza, poca gracia ἀ. δεινή, δόξαν ἀβελτερίας παρεχομένη terrible falta de maña que produce efecto de simpleza Pl.Tht.174c, cf. Lg.893a, op. εὐσχημοσύνη Pl.R.400c, 401a
zafiedad ἐπιθυμίας ... ἡμαρτημένης τε καὶ φαύλης τρία εἶναι εἴδη ... ἀσχημοσύνην, ἀσυμμετρίαν, ἀκαιρίαν Pythag.D 8 (p.476), ἀσχημοσύνης γὰρ γίνετ' ἐνίοις αἴτιος (πλοῦτος) Men.Fr.274.2, cf. Plu.2.235d
indignidad πᾶσαι ... αἱ μὴ μετ' αἰσχροκερδείης καὶ ἀσχημοσύνης καλαί toda la (sabiduría) que no conlleva codicia e indignidad es buena Hp.Decent.2, διὰ τὴν ἀσχημοσύνην καὶ κολακείαν Aeschin.3.76, τὴν περὶ τὸν θάνατον ἀσχημοσύνην D.H.4.65.
2 impropiedad ῥημάτων Pl.Lg.627d.
3 indecencia, obscenidad, acción vergonzosa ἄρσενες ἐν ἄρσεσιν τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι de la homosexualidad Ep.Rom.1.27, αἱ ἀσχημοσύναι πᾶσαι, ὅταν ὁ νοῦς ἀποκαλύπτῃ τὰ αἰσχρά Ph.1.78, κακοποιὸς ... ἐν ἀσχημοσύναις καὶ κατακρίσεσι ποιήσει Vett.Val.60.17
ref. a la desnudez ὅπως ἂν μὴ ἀποκαλύψῃς τὴν ἀσχημοσύνην σου LXX Ex.20.26, cf. Le.18.6, ἵνα μὴ ... βλέπωσιν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτοῦ Apoc.16.15.

English (Strong)

from ἀσχήμων; an indecency; by implication, the pudenda: shame, that which is unseemly.