ψωραλέος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />galeux.<br />'''Étymologie:''' [[ψώρα]].
|btext=α, ον :<br />galeux.<br />'''Étymologie:''' [[ψώρα]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ψωραλέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πάσχει από [[ψώρα]], [[ψωριάρης]] (α. «[[ένας]] [[ψωραλέος]] [[σκύλος]]» β. «ζῷα μικρὰ καὶ [[ψωραλέα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[πάμπτωχος]], [[άθλιος]], [[δυστυχής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ψωραλέα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[ασθένεια]]) αυτός που εμφανίζεται με τη [[μορφή]] ψώρας («λοιμώδους καὶ ψωραλέας νόσου», Ευσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψώρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αλέος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λυσσ</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωρᾰλέος Medium diacritics: ψωραλέος Low diacritics: ψωραλέος Capitals: ΨΩΡΑΛΕΟΣ
Transliteration A: psōraléos Transliteration B: psōraleos Transliteration C: psoraleos Beta Code: ywrale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A itchy, scabby, mangy, ζῷα X.Cyr.1.4.11; βόες Longus 3.29.

German (Pape)

[Seite 1406] krätzig, räudig, mit juckendem Hautausschlage behaftet, von Menschen u. Thieren, auch von einzelnen Gliedern des menschlichen Leibes, Xen. Cyr. 1, 4,11. – Von Bäumen, an zu vielem Moose oder an der Baumkrätze leidend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ψωρᾰλέος: -α, -ον, πλήρης ψώρας, «ψωριασμένος», Λατ. scabiosus, ζῷα Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4, 11· βόες Λόγγος 3. 29.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
galeux.
Étymologie: ψώρα.

Greek Monolingual

-α, -ο / ψωραλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής
2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα
αρχ.
(για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή ψώρας («λοιμώδους καὶ ψωραλέας νόσου», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].