χρυσόκολλος: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_17) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσόκολλος''': -ον, κεκολλημένος μὲ χρυσόν, ἔχων χρυσὸν ἐπεκεκολλημένον, χρυσοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, [[ἔκπωμα]] Σοφ. Ἀποσπ. 68· [[κώπη]] Εὐρ. Ἀποσπ. 590· οὕτω χρυσοκόλλητος [[δίφρος]] ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 2· ἐκ χρυσοκολλήτου γε καλπίδος Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1, ἐν Ἀδήλ. 15, Λουκιαν. πρὸς Ἀπαίδ. 29. | |lstext='''χρῡσόκολλος''': -ον, κεκολλημένος μὲ χρυσόν, ἔχων χρυσὸν ἐπεκεκολλημένον, χρυσοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, [[ἔκπωμα]] Σοφ. Ἀποσπ. 68· [[κώπη]] Εὐρ. Ἀποσπ. 590· οὕτω χρυσοκόλλητος [[δίφρος]] ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 2· ἐκ χρυσοκολλήτου γε καλπίδος Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1, ἐν Ἀδήλ. 15, Λουκιαν. πρὸς Ἀπαίδ. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[χρυσόδετος]] («κώπην χρυσόκολλον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κολλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλλα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ὀστεό</i>-<i>κολλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A soldered or inlaid with gold, ἐκπώματα S.Fr.378; κώπη E.Fr.587; also χρῡσο-κόλλητος δίφρος Id.Ph.2, cf. Antiph.106.2, 237, Luc.Ind.29; ἅρματα Jul.Or.2.50d; cf. χρυσοδακτύλιος.
German (Pape)
[Seite 1381] mit Gold gelöthet, mit angelötheten goldenen Zierrathen, von Gold zusammengesetzt; Soph. frg. 68 bei Ath. XI, 466 b; κώπη Eur. bei Poll. 10, 145.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόκολλος: -ον, κεκολλημένος μὲ χρυσόν, ἔχων χρυσὸν ἐπεκεκολλημένον, χρυσοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, ἔκπωμα Σοφ. Ἀποσπ. 68· κώπη Εὐρ. Ἀποσπ. 590· οὕτω χρυσοκόλλητος δίφρος ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 2· ἐκ χρυσοκολλήτου γε καλπίδος Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1, ἐν Ἀδήλ. 15, Λουκιαν. πρὸς Ἀπαίδ. 29.
Greek Monolingual
-ον, Α
χρυσόδετος («κώπην χρυσόκολλον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. ὀστεό-κολλος].