χώλανσις: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(6_8) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χώλανσις''': -εως, τὸ χωλαίνειν, [[χωλότης]], Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 9· μεταφορ., ἐπὶ χωλαίνοντος στίχου, Εὐστ. 400, 3· πρβλ. [[χωλίαμβος]]. | |lstext='''χώλανσις''': -εως, τὸ χωλαίνειν, [[χωλότης]], Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 9· μεταφορ., ἐπὶ χωλαίνοντος στίχου, Εὐστ. 400, 3· πρβλ. [[χωλίαμβος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άνσεως, ἡ, ΜΑ [[χωλαίνω]]<br />[[χωλότητα]], [[κουτσαμάρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[πόδα]] στίχου) [[έλλειψη]], [[ελαττωματικότητα]] («[[οὕτως]] ἡ τοῡ μέτρου ποδικὴ ἐκθεραπεύεται [[χώλανσις]]», <b>Ευστ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A lameness, Epict.Ench.9: metaph., in metric, of a halting line, Eust.400.3.
German (Pape)
[Seite 1386] ἡ, 1) das Lahmmachen. – 2) das Lahmsein, Epict. ench. 9.
Greek (Liddell-Scott)
χώλανσις: -εως, τὸ χωλαίνειν, χωλότης, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 9· μεταφορ., ἐπὶ χωλαίνοντος στίχου, Εὐστ. 400, 3· πρβλ. χωλίαμβος.
Greek Monolingual
-άνσεως, ἡ, ΜΑ χωλαίνω
χωλότητα, κουτσαμάρα
μσν.
μτφ. (για πόδα στίχου) έλλειψη, ελαττωματικότητα («οὕτως ἡ τοῡ μέτρου ποδικὴ ἐκθεραπεύεται χώλανσις», Ευστ.).