αμφιθέατρο
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
το (Α ἀμφιθέατρον)
νεοελλ.
1. τετράπλευρη αίθουσα θεάτρου, πνευματικού κέντρου ή εκπαιδευτικού ιδρύματος, που έχει εδώλια κλιμακωτά σε σχήμα ημικυκλίου, κυρίως απέναντι από τη σκηνή ή την έδρα και εν μέρει μόνο στα πλάγια
2. το μέρος του θεάτρου που βρίσκεται επάνω από την πλατεία με τα θεωρεία, στο οποίο υπάρχουν κλιμακωτές σειρές καθισμάτων
3. το σύνολο τών ακροατών ή θεατών αμφιθεάτρου
αρχ.
κυκλικό θέατρο δίχως σκηνή, που έχει σε όλες τις πλευρές κλιμακωτά εδώλια για τους θεατές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουσιαστ. ουδ. του επιθ. ἀμφιθέατρος.
ΠΑΡ. αμφιθεατρικός].