ἀνθρωπορραίστης

From LSJ
Revision as of 18:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπορραίστης Medium diacritics: ἀνθρωπορραίστης Low diacritics: ανθρωπορραίστης Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: anthrōporraístēs Transliteration B: anthrōporraistēs Transliteration C: anthroporraistis Beta Code: a)nqrwporrai/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ῥαίω)

   A man-destroyer, Drawcansir, a comedy of Strattis.    II title of Dionysus at Tenedos, Ael.NA12.34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπορραίστης: -ου, ὁ, (ῥαίω) ὁ τοὺς ἀνθρώπους καταστρέφων, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Στράττιδος Meineke, Κωμ. Ἕλληνες 1. 224 (Ἀθήν. 127C).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ destructor de hombres epít. de Dioniso en Ténedos, Ael.NA 12.34, tít. de una comedia de Stratt., Sch.E.Or.279.

Greek Monolingual

ἀνθρωπορραίστης, ο (Α)
1. αυτός που συντρίβει, που καταστρέφει τους ανθρώπους
2. τίτλος του Διονύσου στην Τένεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -ραίστης < ραίω «θραύω, συντρίβω, καταστρέφω»].