αμφίσφαιρος

From LSJ
Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

-η, -ο σφαίρα
1. αυτός που έχει σφαίρες στα άκρα του
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφίσφαιρο
μεγάλος αλτήρας που υψώνεται και με τα δύο χέρια για άσκηση τών μυών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμφι- + -σφαιρος < σφαίρα].