ἄσιλλα
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
ἡ,
A yoke, like that of a milk-man, to carry baskets, pails, etc., Simon.163; ἄ. ἐπωμίους ἀνελόμενοι Alciphr.1.1 (prob.).
German (Pape)
[Seite 370] ἡ, das über dem Nacken auf beiden Schultern ruhende Tragholz, die Trage, Simon. bei Arist. rhet. 1, 7 (223 bei Schneidew.); Alciphr. 1, 1. Vgl. ἀναφορεύς. Davon
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
madero para llevar dos cestos en equilibrio sobre los hombros, Simon.110D., Alciphr.1.1.4, PCair.inv. S.R.3805.18 (V/VI d.C.) en Proc.XVIII Congr.Pap.2, p.85, Hsch.s.u. φέρμια.
• Etimología: Etim. dud. Quizá rel. c. airl. feidil ‘yugo’ de *u̯odh-s-(i)l- o *u̯odh-t-il, aunque puede tratarse de un prést.
Greek Monolingual
ἄσιλλα, η (Α)
ξύλο που το στήριζαν στους ώμους για να μεταφέρουν σακιά, δοχεία κ.λπ. κρεμασμένα από τα δύο άκρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., όχι όμως σημιτικής προελεύσεως, όπως υποστηρίχθηκε].
Russian (Dvoretsky)
ἄσιλλα: ἡ коромысло Arst.