Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αρσενικοβότανο

From LSJ
Revision as of 06:34, 16 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

σερνικοβότανο και αρσενικοβότανο, το, Ν
κοινή ονομασία διαφόρων ορχιδωδών φυτών που απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, ιδίως του γνωστού με τη λόγια ονομασία ὄρχις ο άρρην, κν. σαλέπι, και τών οποίων τις κονδυλώδεις ρίζες και τον ζωμό τους η λαϊκή παράδοση θεωρεί, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ως φάρμακο για αρρενογονία, αλλ. σερνικοχόρταρο ή σερνικοχόρτι ή σερκοχόρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σερνικός / αρσενικός + βότανο].