ἀξιοκοινώνητος

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιοκοινώνητος Medium diacritics: ἀξιοκοινώνητος Low diacritics: αξιοκοινώνητος Capitals: ΑΞΙΟΚΟΙΝΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: axiokoinṓnētos Transliteration B: axiokoinōnētos Transliteration C: aksiokoinonitos Beta Code: a)ciokoinw/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A worthy of our society, Pl.R.371e; worthy to share in, τοῦ συλλόγου Lg.961a.

German (Pape)

[Seite 269] des Umgangs werth; werth, zur Theilnahme zugelassen zu werden, Plat. Re P. II, 371 e Legg. XII, 961 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοκοινώνητος: -ον, ὁ ἄξιος τῆς κοινωνίας, τινὸς Πλάτ. Πολ. 371Ε, Νόμ. 961Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d’être fréquenté.
Étymologie: ἄξιος, κοινωνέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 digno de la comunidad, ἄλλοι διάκονοι Pl.R.371e.
2 digno de participar en τοῦ συλλόγου Pl.Lg.961a.

Greek Monolingual

ἀξιοκοινώνητος, -ον (Α)
όποιος είναι άξιος να συμμετέχει σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀξιοκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), άξιος της παρέας κάποιου, σε Πλάτ.