δαιταλεύς
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
German (Pape)
[Seite 516] ὁ, der Schmauser, Aesch. Prom. 1024 vom Adler, der die Leber des Prometheus verzehrt. Vgl. Ath. VI, 270 a.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
convive.
Étymologie: δαίτη.
Spanish (DGE)
(δαιτᾰλεύς) -έως
comensal, partícipe de un banquete ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς Com.Adesp.115, dud. en IG 22.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un banquete público δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9
•Δαιταλεῖς tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120
•fig. del águila que devoraba a Prometeo ἄκλητος ἕρπων δ. πανήμερος A.Pr.1024.
Greek Monolingual
δαιταλεύς (-έως), ο (Α)
1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας
2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέως, Αισχ.)
3. Δαιταλῆς
τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -ευς που προήλθε από δαίς (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλώμαι)].
Greek Monotonic
δαιταλεύς: -έως, ὁ (δαίνυμι), συμποσιαστής, γλεντοκόπος, συνδαιτημόνας, ομότροφος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.