γγαστρώνω

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source

Greek Monolingual

1. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο
2. γίνομαι ενοχλητικός («μάς γγάστρωσε με την πολυλογία του»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) γγαστρωμένος, -η, -ο
α) (για γυναίκα) έγκυος
β) για άντρα (κοιλαράς)
γ) παροιμ. «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γγαστρωμένη» — πολλές δυσκολίες ήρθαν μαζεμένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγγαστρώνω, με σίγηση του αρκτικού ε- (πρβλ. γδέρνω < μσν. εγδέρνω, ρωτώ < ερωτώ κ.ά.)].