δυσαίσθητος
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ον,
A insensible, σώματα Alex.Aphr.Pr.1.72, cf.Adam.1.7; τὸ δυσαίσθητον, = ἀναισθησία, Gal.4.784. II Pass., scarcely perceptible, Alex.Aphr.in Sens.85.24; hard to trace, Poll.5.12.
German (Pape)
[Seite 675] 1) unempfindlich, gefühllos, Sp., bes. Medic. – 2) schwer zu bemerken; ἴχνη Poll. 5, 12.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαίσθητος: -ον, ἀναίσθητος, Ἀλέξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 72· τὸ δυσαίσθητον = ἀναισθησία, Γαλην. 1. 346. ΙΙ. παθητ., ὁ δυσκόλως ὑποπίπτων εἰς τὰς αἰσθήσεις, δυσκόλως ἀνιχνευόμενος, Πολυδ. Ε΄, 12.
Spanish (DGE)
-ον
I 1percibido con dificultad, difícilmente perceptible σχήματα Alex.Aphr.in Sens.85.24
•difícil de seguir, de rastrear πνεύματα τῶν ἰχνῶν en la caza, Poll.5.12.
2 poco sensible δάκτυλοι Gal.6.434, 8.213, (τὸ ζῷον) δυσαίσθητον ἢ παντελῶς ἀναίσθητον γίγνεται Gal.4.784, σώματα Alex.Aphr.Pr.1.72.
II de pers. incapaz de captar un razonamiento ἀφυὴς ἐγὼ καὶ βραδὺς καὶ δ. Aristo Phil.14.8, cf. Adam.1.7.
Greek Monolingual
δυσαίσθητος, -ον (Α)
1. αναίσθητος
2. εκείνος του οποίου τα αισθητήρια όργανα παρουσιάζουν μειωμένη λειτουργία
3. δυσνόητος
4. δυσεξιχνίαστος.