δυσφήμημα
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ατος, τό,
A word of ill omen, Plu.2.1065e.
German (Pape)
[Seite 690] τό, Schmährede, Plut. adv. St. 14.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφήμημα: τό, λέξις δυσοιώνιστος, βλασφημία, Πλούτ. 2. 1065Ε.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
blasphème.
Étymologie: δυσφημέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό palabra de mal agüero Plu.2.1065e.
Greek Monolingual
το (Α δυσφήμημα)
νεοελλ.
συγκεκριμένη δυσφήμηση
αρχ.
βλασφημία.
Russian (Dvoretsky)
δυσφήμημα: ατος τό хула Plut.